Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Κυριακής ΣΤ’ Λουκά (Λουκ. η’ 26-39)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ ᾿Ιησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς μνήμασιν. Ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. Παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. Ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· τί σοί ἐστιν ὄνομα; Ὁ δὲ εἶπε· λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· Καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. Ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. Ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. Ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ᾿ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν. Ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ᾿ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. Καὶ ἀπῆλθε καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.
Απόδοση στη νεοελληνική
Ἐκεῖνο τὸν καιρό, καθὼς ἔφτασε ὁ ᾿Ιησοῦς στὴν περιοχὴ τῶν Γαδαρηνῶν, τον συνάντησε κάποιος άντρας από την πόλη, που είχε μέσα του δαιμόνια από πολύν καιρό. Ρούχο δεν ντυνόταν ούτε έμενε σε σπίτι, αλλά ζούσε στα μνήματα. Όταν είδε τον Ιησού, έβγαλε μια κραυγή, έπεσε στα πόδια του και του είπε με δυνατή φωνή· τί δουλειά έχεις εσύ μ΄ εμένα Ιησού, Υιέ του υψίστου Θεού; Σε παρακαλώ μη με βασανίσεις. Αυτά τα είπε, γιατί ο Ιησούς είχε διατάξει το δαιμονικό πνεύμα να βγει από τον άνθρωπο. Από πολλά χρόνια τον είχε στην εξουσία του, και για να τον συγκρατήσουν τον έδεναν με αλυσίδες και του έβαζαν στα πόδια σιδερένια δεσμά. Εκείνος όμως έσπαζε τα δεσμά, και το δαιμόνιο τον οδηγούσε στις ερημιές. Ο Ιησούς τον ρώτησε· ποιο είναι το όνομά σου; Εκείνος απάντησε· Λεγεών· διότι είχαν μπει μέσα του πολλά δαιμόνια. Τα δαιμόνια, λοιπόν, τον παρακαλούσαν να μην τα διατάξει να πάνε στην άβυσσο. Εκεί κοντά ήταν ένα κοπάδι από πολλούς χοίρους που έβοσκαν στο βουνό, και τα δαιμόνια παρακαλούσαν τον Ιησού να τους επιτρέψει να μπουν στους χοίρους, και τους το επέτρεψε. Βγήκαν, λοιπόν, από τον άνθρωπο και μπήκαν στους χοίρους. Τότε το κοπάδι όρμησε προς τον γκρεμό και πνίγηκε στη λίμνη. Μόλις οι βοσκοί είδαν τι έγινε, έφυγαν και το είπαν στην πόλη και στην ύπαθρο. Βγήκαν οι άνθρωποι να δουν τι έγινε και ήρθαν κοντά στον Ιησού. Βρήκαν τον άνθρωπο από τον οποίο βγήκαν τα δαιμόνια να κάθεται δίπλα στον Ιησού, να φοράει ρούχα και να φέρεται λογικά, και φοβήθηκαν. Όσοι είχαν δει τι είχε γίνει, τους είπαν για το πώς ο δαιμονισμένος σώθηκε. Τότε όλο το πλήθος από την περιοχή των Γαδάρων παρακαλούσαν τον Ιησού να φύγει από κοντά τους, γιατί τους είχε πιάσει μεγάλος φόβος. Εκείνος μπήκε στο πλοιάριο για να γυρίσει πίσω. Ο άνθρωπος από τον οποίο είχαν βγει τα δαιμόνια τον παρακαλούσε να τον πάρει μαζί του. Ο Ιησούς όμως του είπε να φύγει, με τα παρακάτω λόγια· γύρισε στο σπίτι σου και διηγήσου όσα έκανε σ΄ εσένα ο Θεός. Εκείνος έφυγε διαλαλώντας σ΄ όλη την πόλη όσα έκανε σ΄ αυτόν ο Ιησούς.
(πηγή: panagiaalexiotissa.blogspot.com)
Το μήνυμα της Κυριακής: Θέλουμε τον Χριστό στη ζωή μας ή όχι; – Του Μητροπολίτη Μαρωνείας & Κομοτηνής κ.κ. Παντελεήμονος
Ἡ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀναφέρεται στὴ θεραπεία ἕνος δαιμονισμένου τῆς πόλεως τῶν Γαδαρηνῶν. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν ἐξουσίαζε τὸν ἐαυτό του, διότι κατευθυνόταν ἐδῶ κι ἐκεῖ ἀπὸ δαιμόνια, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ ἀντιστέκεται. Τὸ κατάντημα τοῦ δαιμονιζομένου ἦταν δραματικὸ καὶ ἡ ζωὴ του ταλαίπωρη. Κυκλοφοροῦσε γυμνός, δὲν κατοικοῦσε σὲ σπίτι, διανυκτέρευε σὲ μνήματα ἤ τριγυρνοῦσε σὲ ἔρημους τόπους. Συχνὰ ἀγρίευε, ἔφθανε σὲ ἔξαλλη κατάσταση καὶ παραφερόταν. Γιὰ ἀσφάλεια δική του καὶ τῶν ἄλλων τὸν ἔδεναν, ἀλλ’ αὐτος ἔσπαζε τὶς ἁλυσίδες τῶν χεριῶν καὶ τὰ σιδερένια δεσμὰ τῶν ποδιῶν του. Ἦταν ἐπικίνδυνος γιὰ τοὺς διερχομένους καὶ ἀποτελοῦσε μεγάλο καὶ σοβαρὸ πρόβλημα γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς. Τὸν δυστυχῆ αὐτὸν συνάντησε ὁ Χριστός, μόλις ἔφθασε στὸν τόπο του καὶ τὸν θεράπευσε. Διέταξε τότε τὰ δαιμόνια ποὺ τὸν εἶχαν κυριεύσει νὰ φύγουν ἀπὸ μέσα του, ὥστε νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν κυριαρχία τους. Στὰ δαιμόνια ἐπέτρεψε νὰ εἰσέλθουν σ’ ἕνα κοπάδι χοίρων, ποὺ ἔβοσκε σὲ κοντινὸ βουνὸ τῆς περιοχῆς. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ὁ βασανιζόμενος ἄνθρωπος ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν δαιμόνων καὶ θεραπεύθηκε. Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς θὰ γράψει κατόπιν: «Ὁ Ἰησοῦς διῆλθεν εὐέργετων καὶ ἰώμενος πάντας τοὺς καταδυναστευομένους ὑπὸ τοῦ διαβόλου». Τὸ γεγονὸς ἀνησύχησε καὶ ἀναστάτωσε τοὺς βοσκοὺς τῶν χοίρων, ὅπως καὶ ὅλους τούς κατοίκους τῆς πόλεως καὶ τῆς περιοχῆς. Οἱ χοῖροι, ὅταν κυριεύθηκαν ἀπὸ τὰ δαιμόνια, ἀγρίεψαν καὶ ἄρχισαν νὰ τρέχουν. Ὅρμησαν στὸν κρημνό, ἔπεσαν στὴ λίμνη καὶ πνίγηκαν. Φαίνεται πὼς ἔτσι ἔπρεπε νὰ γίνει, διότι ἡ βοσκὴ τῶν χοίρων τότε δὲν ἐπιτρεπόταν. Ὁ μωσαϊκὸς νόμος χαρακτήριζε ἀκάθαρτο τὸ χοιρινὸ κρέας καὶ ἀπαγόρευε τὴν χρησιμοποίησή του. Τὸ αἴσθημα τῆς ἐνοχῆς τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν γιὰ τὸ παράνομο ἐμπόριο, ἄλλα καὶ ὁ φόβος μήπως ὑποστοῦν οἰκονομικὴ ζημιά, τοὺς ὁδήγησε σὲ ἀπρόσμενη καὶ ἀνεπίτρεπτη συμπεριφορά. Οἱ κάτοικοι τῶν Γαδαρηνῶν δὲν χάρηκαν γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ συμπατριώτη τους, ποὺ ἐπὶ χρόνια ταλαιπωρούταν καὶ βασανιζόταν. Οὔτε ἐνίωσαν ἀνακούφιση ἀπὸ τὴ λήξη τοῦ σοβαροῦ κινδύνου καὶ προβλήματος τῶν κατοίκων ὅλης τῆς περιφερείας. Δὲν σκέφθηκαν ὅτι μὲ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸν τόπο τους θὰ εἶχαν τὴν εὐκαιρία νὰ εὐεργετηθοῦν καὶ ἄλλοι συμπατριῶτες τους. Τυφλωμένοι οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ ὑλιστικὸ πνεῦμα καὶ τὸ ἀνάλογο συμφέρον πλησίασαν τόν Χριστό καί Τοῦ ζήτησαν νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν τόπο τους.