- του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Μαρωνείας και Κομοτηνής, κ.κ. Παντελεήμονος.
“Τὰ κριτήρια ποὺ χρησιμοποιοῦν συνήθως οἱ ἄνθρωποι γιὰ νὰ διακρίνουν τοὺς συνανθρώπους τους σὲ καλοὺς καὶ σὲ κακούς, σὲ εὐσεβεῖς καὶ σὲ ἁμαρτωλούς, εἶναι συνήθως ἐξωτερικὰ κι ἔχουν σχέση μὲ ἐκδηλώσεις καὶ πράξεις ποὺ φαίνονται.
Τὰ ἐσώτερα βάθη ὅμως τῆς καρδιᾶς τοῦ καθενὸς γνωρίζει μόνο ὁ Θεός.
Μπορεῖ οἱ ἄνθρωποι νὰ καταδικάζουν κάποιον σὰν ἁμαρτωλό, ἀλλὰ μέσα στὴν ψυχή αὐτοῦ μπορεῖ νὰ συντελεῖται μιὰ ἀδιόρατη ἀλλαγή, μιὰ πάλη ποὺ τὸν ὁδηγεῖ στὴν ὑπερνίκηση τοῦ κακοῦ ἑαυτοῦ του.
Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ἁμαρτωλὸς κατὰ τὴν κρίση τῶν πολλῶν, ἀλλὰ ποὺ μέσα του συντελέσθηκε μιὰ βαθειὰ τομή, εἶναι ὁ Ζακχαῖος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Ἦταν ἀρχιτελώνης καὶ πλούσιος∙ πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι εἶχε νοικιάσει τοὺς φόρους καὶ δασμοὺς τῆς περιοχῆς καὶ κέρδιζε πολλὰ χρήματα ἀπομυζώντας τὸν λαό, δεδομένου ὅτι δὲν ἦταν καθορισμένο μὲ νόμο τὸ ὕψος τῶν φόρων.
Ὡστόσο στά αὐτιά τοῦ Ζακχαίου εἶχε φτάσει τό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ περί μετανοίας καί βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὅταν ὁ Κύριος βρισκόταν στήν Ἰεριχώ, σπεύδει ὁ Ζακχαῖος ἀνάμεσα στό πλῆθος γιά νά τόν δεῖ. Ἡ ἐπιθυμία του αὐτή εἶναι ἤδη πολύ εὔγλωτη. Ὁ Ζακχαῖος «ἐζήτει ἰδεῖν τόν Ἰησοῦν τίς εἰς ἔστι», καί μή μπορώντας νά ἰκανοποιήσει τήν ἐπιθυμία του γιατί ἦταν βραχύσωμος, σκαρφαλώνει σ΄ ἕνα δένδρο ὥστε νά μπορεῖ νά βλέπει καλύτερα, ὑπερβαίνοντας κάθε ἐμπόδιο πού θά τοῦ ἔθετε ἡ κοινωνική του ἀξιοπρέπεια.
Ὁ Χριστός σταματᾶ μπροστὰ στὸν ἀρχιτελώνη ποὺ εἶχε ἀνέβει στὴν συκομωρέα, καὶ τοῦ ἀπευθύνει τὸν λόγο: «Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα∙ γιατὶ σήμερα θὰ μείνω στὸ σπίτι σου». Ἡ ἀντίδρασή του ὑπῆρξε ἄμεση∙ «ἔσπευσε νὰ κατεβεῖ καὶ τὸν ὑποδέχτηκε μὲ χαρά».
Ἡ ἀρχικὴ ἐπιθυμία τοῦ Ζακχαίου μεταβάλλεται τώρα σὲ χαρὰ γιὰ τὴ συνάντηση μὲ τὸν Χριστό. Καὶ σὲ λίγο ἡ χαρὰ αὐτὴ ἐκδηλώνεται ὄχι μὲ λόγια ἀλλὰ μὲ μιὰ ἔμπρακτη μετάνοια: «Ἰδού, τὴ μισὴ περιουσία μου Κύριε, τὴ μοιράζω στοὺς πτωχοὺς, καὶ ἐὰν ἀδίκησα κανέναν, τοῦ ἐπιστρέφω τὸ τετραπλάσιο».
Τὸ μέτρο τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας φαίνεται ἀπὸ τὸ πόσο εἶναι πρόθυμος ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀποχωριστεῖ ἀπ’ αὐτὰ ποὺ τὸν κρατοῦν σφικτὰ στὴ γῆ, εἴτε αὐτὰ εἶναι χρήματα, εἴτε εἶναι δύναμη καὶ ἐξουσία. Πρίν ἀπό μερικές Κυριακές ἡ Ἐκκλησία μᾶς θύμισε τό κήρυγμα τοῦ Κυρίου μας γιά τή μετάνοια, καί σήμερα μᾶς προβάλλει ἕνα παράδειγμα ἔμπρακτης μετάνοιας θέλοντας νά ὑπογραμμίσει ὅτι ἡ σωστή πίστη μας, ἡ ὀρθοδοξία μας, τότε μόνο εἶναι πειστική καί ἀληθινή, ὅταν συνοδεύεται καί ἀπό σωστές πράξεις”.
Τῷ καιρῷ εκείνω, διήρχετο ὁ Ἰησοῦς τὴν Ἱεριχώ· καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης, καὶ οὗτος ἦν πλούσιος, καὶ ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν τίς ἐστι, καὶ οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν. Καὶ προδραμὼν ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι. Καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον, ἀναβλέψας ὁ Ἰησοῦς εἶδεν αὐτὸν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι. Καὶ σπεύσας κατέβη, καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων. Καὶ ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρὰ ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθε καταλῦσαι. Σταθεὶς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον· ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καὶ αὐτὸς υἱὸς Ἀβραάμ ἐστιν. Ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός.