Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Κυριακής (᾿Ιωάν. ζ΄ 37-52, η΄ 12) Της Πεντηκοστής
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. Πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· ἄλλοι ἔλεγον· Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. Ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; Μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; Ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! Λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ’ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.
πηγή: panagiaalexiotissa.blogspot.com
Το Μήνυμα του Μητροπολίτη Μαρωνείας & Κομοτηνής κ.κ. Παντελεήμονος
Ἡ γιορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας, ποὺ διαρκοῦσε ἑπτὰ ἡμέρες καὶ θύμιζε στοὺς Ἰουδαίους τὴ σαραντάχρονη περιπλάνησή τους στὴν ἔρημο, πλησιάζει στὸ τέλος της. Σέ ἕνα σημεῖο τοῦ τυπικοῦ τῆς γιορτῆς, λευκοντυμένοι ἱερεῖς μεταφέρουν ἐν πομπῇ στὸ ναὸ μιὰ χρυσὴ στάμνα γεμάτη νερὸ ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ Σιλωάμ. Αὐτὴ ἡ τελετὴ θύμιζε τὴ θαυμαστὴ διάσωση τοῦ Ἰσραὴλ στὴν ἔρημο, ὅταν κρυστάλλινες πηγὲς νεροῦ ἀνέβλυσαν ἀπὸ τὸν βράχο καὶ ὁ λαὸς ξεδίψασε. Ὕστερα ἀπὸ λίγο οἱ προσκυνητὲς θὰ ξαναγυρίσουν στὶς καθημερινές τους ἀσχολίες. Ὁ Κύριος γνωρίζει καλὰ πόσο ἐξαντλητικὴ θὰ εἶναι ἡ πορεία, ποὺ θὰ ξαναρχίσουν οἱ ἄνθρωποι μέσα σὲ μιὰ ἄλλη ἔρημο, τὴν ἔρημο τῆς ζωῆς τους. Γνωρίζει πόσο βασανίζεται ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ καθημερινὰ ἀπὸ μιὰ ἄλλη δίψα, τὴ δίψα τὴν πνευματική. Γι’ αὐτὸ «τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς μεγάλης γιορτῆς στάθηκε ὁ Ἰησοῦς καὶ φώναξε δυνατά: Ὅποιος διψᾶ, ἂς ἔρθει σὲ μένα καὶ ἂς πιεῖ». Τό φώναξε μέ ὅλη Του τή δύναμη γιά νά νικήσει τήν ὀχλοβοή ἐκείνης τῆς ἡμέρας, ἀλλά καί κάθε ἄλλης ἡμέρας, καί νά ἀκουσθεῖ καθαρά ἀπό ὅλους, ἀπό τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν αἰώνων μέχρι καί σήμερα. Διψᾶμε γιὰ δικαιοσύνη, ἀγάπη, εἰλικρίνεια, εἰρήνη, διψᾶμε γιὰ ζωή. Προσπαθοῦμε νὰ σβήσουμε αὐτὴ τὴ δίψα μὲ θεωρίες ἢ διασκεδάσεις, μ’ ἕνα ξέφρενο κυνήγημα χρημάτων, φήμης, δυνάμεως. Ὅμως ἡ καρδιά μας παραμένει ἀνικανοποίητη, στεγνή. «Διψᾶτε γιὰ ἀγάπη;», μᾶς λέει ὁ Χριστός. «Λαχταρᾶτε νὰ ἀγαπηθεῖτε ἀνυπόκριτα καὶ νὰ ἀγαπήσετε πραγματικά; ἐλᾶτε κοντά μου. Μή μένετε σέ ἀόριστες θεωρίες καί σέ ἄψυχα «πρέπει». Αὐτά εἶναι νερό ἁλμυρό πού δέν ξεδιψᾶ. Μάθετε νά ἀγαπᾶτε «καθώς ἐγώ ἠγάπησα ὑμᾶς», ἄδολα, ἔμπρακτα, τούς πάντας, καί θά ἀγαπηθεῖτε καί ἐσεῖς εἰλικρινά. «Διψᾶτε γιά ἐλευθερία πραγματική;». Οἱ ἅρχοντες καί οἱ διανοούμενοι τοῦ κόσμου ὑφαίνουν περίτεχνους ὕμνους γιὰ τὴν ἐλευθερία, ἐνῶ ταυτόχρονα πλέκουν βρόγχους γιὰ τὶς ψυχὲς καὶ τοὺς λαούς. Μόνον ὅταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης σᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ σᾶς πνίγουν, θὰ εἶστε ἀληθινὰ ἐλεύθεροι. Τὸ νερὸ δὲν ξεδιψᾶ ὅταν τὸ περιεργάζεται τὸ βλέμμα μας, ἀλλ’ ὅταν φθάνει στὴ γλῶσσα καί στὰ σωθικά μας. Μήν περιοριζόμαστε λοιπόν νά βρέχουμε λίγο τά χείλη μας, νά ἀγγίζουμε μερικές σταγόνες τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ μέ τή σκέψη μας. Ὅπως τὸ νερὸ προχωρεῖ μέχρι τὸ τελευταῖο κύτταρο γιὰ νὰ τὸ ζωογονήσει, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς πρέπει νὰ εἰσδύσει διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέχρι τὴν ἔσχατη γωνιὰ τῶν σκέψεων, τῶν αἰσθημάτων, τῆς ὑπάρξεώς μας.