- άρθρο του Υφυπουργού Οικονομίας & Ανάπτυξης Στάθη Γιαννακίδη που δημοσιεύθηκε στο ένθετο της εφημερίδας “Νέα Σελίδα”.
Ένα από τα πράγματα που αναδείχθηκαν με τον πλέον εμφατικό τρόπο τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, ήταν η απουσία αναπτυξιακής στρατηγικής, που οδήγησε στην κατάρρευση του άναρχου και στρεβλού μοντέλου ανάπτυξης της χώρας.
Εστιάζοντας στις ακριτικές περιοχές, η παροχή ειδικών χωρικών ενισχύσεων και κινήτρων, δεν κατάφερε να επιτύχει τους στόχους σύγκλισης, οι εξωτερικές και εσωτερικές ανισότητες δεν απαλείφθηκαν, με αποτέλεσμα να πληγούν περισσότερο από την οικονομική κρίση. Στις περιφέρειες αυτές η έννοια της ανάπτυξης συνδέθηκε σχεδόν αποκλειστικά με την ειδική χωρική διάσταση, χωρίς συνολικό σχεδιασμό και στόχευση, μέσα σε ένα πλαίσιο παντελούς έλλειψης συντονισμού μεταξύ εθνικού, περιφερειακού και τοπικού επιπέδου.
Πελατειακές σχέσεις, φαινόμενα διαφθοράς, ενισχύσεις που λάμβαναν έναν ιδιότυπο «προνοιακό» χαρακτήρα, αποπροσανατολισμός των επιχειρήσεων από την αναζήτηση νέων αγορών και προϊόντων, συνθέτουν ένα μοντέλο συγκρουόμενο – θεωρητικά – με το οικονομικό σύστημα που πρεσβεύουν όσοι το εφάρμοσαν, με ενισχύσεις που συχνά κρίθηκαν παράνομες σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, ενώ δημιούργησε μια γενιά κρατοκοδίαιτων επιχειρήσεων με ισχνό αναπτυξιακό αποτύπωμα, αδύναμες στον περιφερειακό και τον διεθνή ανταγωνισμό.
Στον αντίποδα των αποτυχημένων αυτών πολιτικών, η σύγχρονη σκέψη που διέπει τη δράση μας, είναι ότι η ανάπτυξη κάθε περιοχής είναι μέρος ενός εθνικού σχεδιασμού που για πρώτη φορά διαθέτει η χώρα, και μιας στρατηγικής βασισμένης στις ρεαλιστικές δυνατότητες του τόπου: μια Ολιστική Αναπτυξιακή Στρατηγική που θα οδηγήσει σε μια βιώσιμη, χωρίς αποκλεισμούς, ανάπτυξη. Οι επιμέρους στόχοι και προοπτικές για κάθε περιοχή συνδιαμορφώθηκαν μέσα από ουσιαστικό διάλογο με τις τοπικές κοινωνίες και τους παραγωγικούς φορείς στα Περιφερειακά Αναπτυξιακά Συνέδρια.
Χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα την Περιφέρεια της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, διαπιστώνεται εύκολα ότι πέρασαν δεκαετίες λανθασμένων πολιτικών σε ένα άναρχο τοπίο, που στέρησαν από την περιοχή την ευκαιρία να αναπτύξει τα ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα. Άφησαν πίσω τους τα μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας στην Ευρώπη, «κουφάρια» εργοστασίων που ενισχύθηκαν με πολύτιμους εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους, και γενικότερα, ένα τοπίο καταστροφής, όπως σε όλες σχεδόν τις ακριτικές περιοχές.
Σήμερα θεωρούμε ότι οι χαρακτηριζόμενες ως «μειονεκτικές» περιοχές έχουν σημαντικά πλεονεκτήματα: η γεωστρατηγική θέση κάθε περιοχής πρέπει να συνδυάζεται με τις ιδιαίτερες συνθήκες και δυνατότητές της. Γι’ αυτό και η έμπρακτη στήριξη και σχεδιασμός για τις ακριτικές περιοχές ξεκινά από τον κρίσιμο τομέα των υποδομών, μεταφορών και ανάπτυξης δικτύων, για τη σύνδεση με τη βαλκανική ενδοχώρα και την υπόλοιπη Ευρώπη.
Σε αυτή την ανάγκη απαντά η ολοκλήρωση κρίσιμων υποδομών που ακροβατούσαν για δεκαετίες και ο σχεδιασμός νέων.
Άλλωστε, βασικός πυλώνας της οικονομίας, είναι ένα ισχυρό Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, το οποίο εκτός των ευρωπαϊκών πόρων ενισχύθηκε με σειρά προγραμμάτων και χρηματοοικονομικών εργαλείων που συνδυάζουν δημόσιους πόρους με άλλες πηγές χρηματοδότησης μέσα από τη συνεργασία με διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης), ενώ το αμέσως επόμενο διάστημα περνάμε στον εκσυγχρονισμό του νομοθετικού πλαισίου για το ΠΔΕ και στη θεσμοθέτηση εθνικού προγράμματος ανάπτυξης στα πρότυπα του ΕΣΠΑ.
Ταυτόχρονα, ο Αναπτυξιακός Νόμος και τα χρηματοδοτικά εργαλεία για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, λειτουργούν στη βάση ενός διάφανου θεσμικού πλαισίου και λαμβάνουν υπόψη τη φυσιογνωμία της ελληνικής επιχείρησης και τις ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής. Στοχεύουν σε ρευστότητα, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, εξωστρέφεια, υπηρετούν το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας σε τομείς προτεραιότητας και όχι με αποσπασματικές πολιτικές. Μπροστά μας έχουμε τη σημαντική πρόκληση και την ευκαιρία να σχεδιάσουμε τη νέα προγραμματική περίοδο, για την οποία ενεργώντας με σοβαρό προγραμματισμό έχουμε ήδη ξεκινήσει να χρηματοδοτούμε μελέτες για την ωρίμανση έργων.
Τέλος, μια χώρα που κλείνει τα ανοιχτά εθνικά μέτωπα, δημιουργεί σταθερό πολιτικό περιβάλλον και ευνοϊκό επιχειρηματικό κλίμα, ειδικά στις ακριτικές περιοχές, άρα η πολυσήμαντη εξωτερική πολιτική έχει τη θετική της επίδραση και στο οικονομικό μικροκλίμα συγκεκριμένων περιοχών προκειμένου να αναζητήσουν τη θέση που τους αναλογεί στην ευρύτερη περιοχή.