Με μια συγκλονιστική ανάρτησή του, ο πυροσβέστης και γνωστός φυσιοδίφης, Στέλιος Ισπικούδης, περιγράφει την πύρινη λαίλαπα που κατέκαψε δάσος και περιουσίες στον Ίασμο και στον Σώστη Ροδόπης.
Με γλαφυρό τρόπο αφηγείται όσα ο ίδιος βίωσε όντας στην πρώτη γραμμή της άνισης μάχης με το τέρας της πυρκαγιάς, και αναδεικνύει με μία και μόνο πρόταση την υπεραξία της αναγκαιότητας ενίσχυσης των πυροσβεστικών δυνάμεων της περιοχής.
Η ανάρτηση:
“Όταν μας ενημέρωσαν για τη φωτιά (σ.σ. 21/8, λίγα λεπτά μετά τις 2 το μεσημέρι), φύγαμε βολίδα για το συμβάν. Οχήματα της Κομοτηνής ήταν στον Έβρο, στη φωτιά στην Άρδεια, που ξεκίνησε μία ώρα πριν…
Φτάνοντας σε ένα σημείο που είχαμε εικόνα από μακριά, είδαμε τη φωτιά να φεύγει επάνω (όπως φαίνεται στην πρώτη φωτογραφία). Ζητήσαμε εναέρια να την κόψουν από βόρεια· δεν ήρθαν γιατί καιγόταν το σύμπαν ανατολικά (Έβρος, κ.τ.λ.). Φτάνοντας από τον Ίασμο, όχημα της Κομοτηνής ήταν ήδη εκεί – είναι πιο κοντά. Έκαναν εγκατάσταση. Ήταν αρκετοί πολίτες – νέα παιδιά. Η εγκατάσταση με τη βοήθειά τους ανέβηκε γρήγορα – μπράβο τους. Αρχίσαμε κατάσβεση να κυκλώσουμε τη φωτιά δυτικά, αρχικά, και ανατολικά στη συνέχεια. Οι σωλήνες έρχονταν με τη βοήθεια των εθελοντών.
Η φωτιά έκαιγε με λύσσα· έκανε “γλώσσες” και χυνόταν μέσα στη χαράδρα· έκανε κηλιδώσεις ο άνεμος, ανατολικός-νοτιοανατολικος εκείνη τη στιγμή στο σημείο, και την έσπρωχνε πάνω προς το Μοναστήρι με ταχύτητα. Όταν πιάσαμε μια μικρή ράχη που πιστεύαμε ότι θα δούμε το τέλος της πυρκαγιάς, είδαμε ότι όσο έβλεπε το μάτι σου μέσα στο δάσος, υπήρχε φωτιά προς τα πάνω!
Τότε συνειδητοποίησα ότι η καταστροφή ήταν μπροστά μας. Έκλαιγα γιατί έβλεπα αυτό που θα ακολουθούσε και για το δάσος και για τους οικισμούς.
Μίλησα με τον αξιωματικό που ήταν εκεί να ενημερώσουν τα χωριά. Η φωτιά μόλις “έπιασε” το ύψωμα, έγινε επικόρυφη, και με τον βορειοανατολικό άνεμο που γύρισε, κατευθύνθηκε δυτικά. Η φωτιά κινήθηκε ταχύτατα. Μας κάλεσαν να πάμε στον Σώστη. Όταν φτάσαμε επικρατούσε κατάσταση πολέμου και κόλασης. Κρύφτηκε ο ήλιος. Φωτιά, καπνός, άνθρωποι να φωνάζουν, να κλαίνε, να βρίζουν, να μας παρακαλάνε να βοηθήσουμε (γι’ αυτό λέω ότι στη φωτιά αντιμετωπίζεις συνθήκες πολέμου – εξάλλου πάντα η φωτιά ήταν όπλο στον πόλεμο…). Εμείς σβήναμε πίσω από την εκκλησία και στη συνέχεια μετά το γεφυράκι όπου καίγονταν σπίτια. Καλούσαν για βοήθεια ένα όχημα να πάει στο βενζινάδικο στον Πολυανθο όπου έφτανε η πυρκαγιά. Αφήσαμε τους συναδέλφους και πήγαμε εκεί. Οριακά φτάσαμε. Οι φλόγες “έγλειφαν” τις εγκαταστάσεις. Αφού τα σβήσαμε, καλούν κάποιο όχημα στον σταθμό στα τρένα στον Πολύανθο γιατί έχει καύσιμα. Φεύγουμε, και εκεί ευτυχώς φτάσαμε όταν ακριβώς έσκασε το μέτωπο και πριν φτάσει στα βαγόνια, και ακολούθησε το βράδυ πάνω-κάτω κ.τ.λ.
Είμαστε δυστυχώς δεύτερο ξηρό καλοκαίρι και με έναν ξηρό χειμώνα με καύσωνα, και τώρα είκοσι μέρες μελτέμι.
Και πέρυσι ήμουν εδώ, σε όλες τις φωτιές, τέτοιο πράγμα δεν είδα, τέτοια λύσσα να έχει η φωτιά αν και έρπουσα ακόμη!
Το δάσος θα γίνει. Απλά πάμε τριάντα-σαράντα χρόνια πίσω.
Ο κόσμος που έχασε σπίτια, εγκαταστάσεις, κτήματα με δέντρα, κ.τ.λ., τι να πεις, λόγια βρίσκεις αλλά τίποτα δεν γυρίζει πίσω! Εύχομαι να τους βοηθήσει το κράτος.
Δυστυχώς δεν μπορούσαμε με αυτά που είχαμε να κάνουμε τίποτα παραπάνω. Θαύματα κάνει μόνο ο Θεός…
Αγαπούσα αυτό το βουνό. Στις αναδασώσεις Πολυάνθου στη συστάδα με τα Κέδρα, δούλεψα. Τα φύτεψα, τα ένιωθα δικά μου, ανέβαινα συχνά στο βουνό – δυστυχώς πάνε όλα. Τώρα πάμε στα επόμενα: διάβρωση με τις βροχές, να δούμε τα προβλήματα που θα προκύψουν…”.