“Η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται σε έναν οργασμό ιδιωτικοποιήσεων συνεχίζοντας τις πολιτικές των προηγούμενων ελληνικών κυβερνήσεων κατά την τελευταία δεκαετία. Ιδιωτικοποιώντας πρόσφατα το μεγαλύτερο αγαθό για τον άνθρωπο, το νερό, η κυβέρνηση σκοπεύει να ιδιωτικοποιήσει και 2.700 αρδευτικά κανάλια που σήμερα διαχειρίζονται οι Τοπικοί Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων/Γενικοί Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων (ΤΟΕΒ/ΓΟΕΒ)“.
Τα παραπάνω τονίζει ο ευρωβουλευτής της “Ελληνικής Λύσης” και μέλος της πολιτικής ομάδας των “Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών” (ECR), Μανώλης Φράγκος, μετά από την απάντηση που έλαβε από τον Επίτροπο Γεωργίας, Γιάνους Βοϊτσεχόφσκι, σε σχετική ερώτηση που υπέβαλλε στην Κομισιόν.
Συγκεκριμένα στην απάντησή του ο κ. Βοϊτσεχόφσκι αναφέρει ότι: “Το στρατηγικό σχέδιο της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής (ΚΓΠ) δεν αναφέρεται στην ιδιωτικοποίηση του αρδευτικού δικτύου, αλλά κάθε ενδεχόμενη απόφαση εξακολουθεί να αποτελεί εθνική αρμοδιότητα. Το ελληνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας περιλαμβάνει τη χρηματοδότηση επενδύσεων στο εθνικό αρδευτικό δίκτυο μέσω προγραμμάτων Σύμπραξης Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ)“.
Η ερώτηση του κ. Φράγκου προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή
“Θέμα: Περαιτέρω ιδιωτικοποίηση της αγροτικής άρδευσης.
Σε συνέχεια των μη τυπικών, για τον ανταγωνισμό, πρωτοβουλιών για αρδευτικά έργα στην Ελλάδα (E-005109/2021), η κυβέρνηση σκοπεύει να ιδιωτικοποιήσει 2.700 αρδευτικά κανάλια που σήμερα διαχειρίζονται οι Τοπικοί Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων/Γενικοί Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων (ΤΟΕΒ/ΓΟΕΒ). Οι ΓΟΕΒ/ΤΟΕΒ αντιδρούν στα σχέδια όπως περιγράφονται στο ελληνικό πρόγραμμα κατασκευής αρδευτικών έργων μέσω ΣΔΙΤ, καθώς συγκεκριμένες εταιρείες θα επωφεληθούν από τα ευρωπαϊκά κονδύλια που υπάρχουν στο Σχέδιο Ανάκαμψης. Το πρώτο σχετικό έργο που έχει εξαγγελθεί, «Αποκατάσταση και εκσυγχρονισμός του δικτύου άρδευσης του ΤΟΕΒ Ταυρωπού» στον κάμπο της Θεσσαλίας. είναι προϋπολογισμού 128,75 εκατ. ευρώ (προ ΦΠΑ), για το οποίο έχουν προσέλθει τρεις συμπράξεις εταιρειών. Ακολουθεί το έργο «Φράγμα Μιναγιώτικο» με αρδευτικό δίκτυο για έκταση 35.000 στρεμμάτων στους Δήμους Μεσσήνης/Πύλου–Νέστορος, προϋπολογισμού 117 εκατ. ευρώ (προ ΦΠΑ). Θηβαίοι αγρότες καταγγέλλουν ότι μία γεώτρηση με μοτέρ 70-80 ίππων λειτουργίας Μαΐου-Σεπτεμβρίου κόστιζε 7.000 ευρώ το 2007, 21.000 ευρώ το 2019, και 38.000 το 2022, με την κρατική στήριξη στους αγρότες για άρδευση να είναι συνήθως χαμηλότερη του 45%. Φόβοι για νέα κόστη στους αγρότες και δημιουργία τοπικών μονοπωλίων στη χρήση του νερού ενδέχεται να επιφέρουν νέο πλήγμα στην ελληνική γεωργία.
Ερωτάται η Επιτροπή:
1. Ποια είναι η γνώμη της για την ιδιωτικοποίηση της αγροτικής άρδευσης όπως περιγράφεται στο
Στρατηγικό Σχέδιο ΚΑΠ της Ελλάδας 2023-2027, αναφορικά με την εξέλιξη του αγροτικού αρδευτικού κόστους;
2. Διαθέτει προτάσεις μέσα από διεθνείς και ευρωπαϊκές καλές πρακτικές για βελτίωση των
ΤΟΕΒ/ΓΟΕΒ υπό την υπάρχουσα νομική μορφή τους;”.
Η απάντηση του κ. Βοϊτσεχόφσκι
“Τα έργα εξοικονόμησης ύδατος και άρδευσης για υποδομές εγγείων βελτιώσεων προβλέπεται πράγματι να χρηματοδοτηθούν από το στρατηγικό σχέδιο Κοινής Γεωργικής Πολιτικής (ΚΓΠ) το οποίο εγκρίθηκε από την Επιτροπή για την αντιμετώπιση των αναγκών που προσδιορίστηκαν στην ανάλυση SWOT του ελληνικού γεωργικού τομέα. Οι μόνοι επιλέξιμοι δικαιούχοι στο εγκεκριμένο στρατηγικό σχέδιο της ΚΓΠ είναι οι δημόσιοι φορείς που έχουν την ευθύνη για την έναρξη ή την έναρξη και την υλοποίηση των εν λόγω έργων. Το στρατηγικό σχέδιο της ΚΓΠ δεν αναφέρεται στην ιδιωτικοποίηση του αρδευτικού δικτύου, για το οποίο κάθε ενδεχόμενη απόφαση εξακολουθεί να αποτελεί εθνική αρμοδιότητα. Το ελληνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας περιλαμβάνει τη χρηματοδότηση επενδύσεων στο εθνικό αρδευτικό δίκτυο μέσω προγραμμάτων σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Παράλληλα με τις επενδύσεις, οι ελληνικές αρχές προωθούν τη μεταρρύθμιση της διαχείρισης του συστήματος άρδευσης ώστε να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητά του και να αντιμετωπιστούν καλύτερα οι προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και οι ανάγκες των τοπικών κοινοτήτων. Η Επιτροπή μπορεί να παρέχει βοήθεια για συγκεκριμένα θέματα, μεταξύ των οποίων η ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών, εφόσον ζητηθεί από το κράτος-μέλος”.