Ο Κωνσταντίνος Γούσιας, 45 χρονών, έχει καταφέρει κάτι το σχεδόν ακατόρθωτο ακόμη και για Γερμανούς: σε ηλικία μόλις 36 ετών έγινε Αναπληρωτής Καθηγητής Νευροχειρουργικής στο Πανεπιστήμιο της Βόννης· έναν χρόνο αργότερα ανέλαβε Αναπληρωτής Διευθυντής Κλινικής στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Μπόχουμ· μετά από δύο χρόνια του προσφέρθηκε θέση επικεφαλής νευροχειρουργικής όγκων εγκεφάλου στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Μάρμπουργκ· και λίγο αργότερα πήρε θέση Διευθυντή Κλινικής στο ακαδημαϊκό νοσοκομείο Λίνεν που ανήκει στο Πανεπιστήμιο του Μίνστερ. Εκεί, με την εξαιρετική ομάδα του, ο Έλληνας Καθηγητής έδινε καθημερινά μάχες κατά του καρκίνου εγκεφάλου με πρωτοποριακές μεθόδους και καλά αποτελέσματα, ακόμη κι όταν ο τύπος καρκίνου δεν ήταν ιάσιμος. Πριν από λίγες εβδομάδες εξελέγη ανάμεσα στα δεκαπέντε μέλη της Επιτροπής Χειρουργικής Ογκολογίας της Ευρωπαϊκής Νευροχειρουργικής Εταιρείας, σε αναγνώριση της προσφοράς και της αριστείας του στον τομέα θεραπείας των όγκων.
Με όλον αυτόν το γνωστικό «εξοπλισμό» και την τεράστια εμπειρία, ο Κωνσταντίνος Γούσιας παίρνει το δρόμο της επιστροφής στην πατρίδα. Από τον Ιανουάριο αναλαμβάνει Διευθυντής Νευροχειρουργικής στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών. Μιλώντας στην Deutsche Welle αναφέρεται στις προόδους της επιστήμης σε αυτό το τόσο δύσκολο πεδίο χειρουργικής. «Τελευταία έχουμε βελτιώσει πολύ τις χειρουργικές μας τεχνικές, ώστε να δίνουμε στον ασθενή με κακοήθεις όγκους, όπως τα γλοιοβλαστώματα, μεγαλύτερο προσδόκιμο επιβίωσης και καλύτερη ποιότητα ζωής», σημειώνει, και προσθέτει: «Είμαι υπερήφανος γιατί στην κλινική μου στη Γερμανία κάναμε και πολλές πειραματικές θεραπείες που αποδεικνύονται πολύ αποτελεσματικές. Μία από αυτές είναι η ανοσοθεραπεία, που είναι προσαρμοσμένη στον κάθε ασθενή. Κατά τη διάρκεια του χειρουργείου αφαιρούμε τον τον όγκο ο οποίος στη συνέχεια υπόκειται σε επεξεργασία σε ειδικό εργαστήριο ώστε να ενεργοποιηθούν τα λεγόμενα δενδριτικά κύτταρά του, ένας υποπληθυσμός του ανοσοποιητικού συστήματος των οποίων η ιδιότητα είναι να αναγνωρίζουν και να καταπολεμούν τα καρκινικά κύτταρα που έχουν παραμείνει διάχυτα στον εγκέφαλο. Στη συνέχεια, μέσω ενδοφλέβιας ένεσης τα εγχύουμε στον ασθενή. Δεν υπάρχει ίαση, αλλά είναι ένα πολύ καλό αποτέλεσμα εάν μπορούμε να παρατείνουμε τη ζωή του από δεκατέσσερις μήνες σε πάνω από τρία χρόνια και σε πολλές περιπτώσεις, πέντε».
Η μάχη για τη ζωή ασθενών με καρκίνο εγκεφάλου είναι καθημερινό στοίχημα για τον διακεκριμένο Έλληνα επιστήμονα, ακόμη από την εποχή που ήταν φοιτητής στην Ιατρική Σχολή Ιωαννίνων, αποσπώντας σειρά διακρίσεων και υποτροφιών. «Το πρώτο διδακτορικό μου ήταν για τους όγκους εγκεφάλου. Είμαι ευγνώμων που με βοήθησαν οι Έλληνες καθηγητές μου να φύγω έξω. Όνειρό μου πάντα ήταν να δουλέψω στην Πανεπιστημιακή Κλινική της Βόννης – τότε ήταν η μεγαλύτερη στην Ευρώπη με μεγάλη διαφορά – κοντά στον πιο φημισμένο Καθηγητή Νευροχειρουργικής, Γιοχάνες Σραμ. Εδώ έκανα το δεύτερο διδακτορικό μου πάνω στους όγκους. Είχαμε ανακαλύψει μάλιστα ορισμένες πρωτεΐνες που παίζουν ρόλο στην επιβίωση ασθενών με γλοιοβλαστώματα».
Αναπολεί τη Βόννη με μεγάλη νοσταλγία. Εδώ ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι του στην επιστήμη. Με τη γυναίκα του ήρθαν τον Νοέμβριο του 2007, με ό,τι είχαν και δεν είχαν, μέσα σε ένα παλιό αυτοκίνητο. Το πρώτο σπίτι τους ήταν ένα δωμάτιο με ντους και υποτυπώδη κουζίνα. Στη συνέχεια μετακόμισαν σε διαμέρισμα – γεννήθηκε ο γιος τους. «Οι γονείς μας έκαναν ό,τι μπορούσαν. Δεν ήταν επιχειρηματίες ούτε μεγαλογιατροί. Έπρεπε να στηριχθούμε στα δικά μας πόδια και αυτός είναι ο καλύτερος παράγοντας για να πετύχεις στη ζωή σου». Η γρήγορη ανέλιξή του οφείλεται στις ώριμες επιλογές του, στη σκληρή δουλειά μέσα σε ένα πολύ οργανωμένο και αξιοκρατικό γερμανικό σύστημα. «Σε κανέναν δεν έχουν στρωμένα χαλιά, όλοι πρέπει να δουλέψουν σκληρά. Ο καθηγητής Σραμ «έβγαλε» πάνω από είκοσι διευθυντές κλινικών – εγώ ήμουν χρονικά ο τελευταίος στη σειρά. Στην Ελλάδα δεν θα μπορούσα να φτάσω τόσο ψηλά σε τόσο λίγα χρόνια». Τώρα ο Έλληνας Καθηγητής ετοιμάζει βαλίτσες για το ταξίδι επιστροφής στη χώρα που του έδωσε τα βασικά εφόδια για φτάσει τόσο ψηλά. «Σπούδασα στην Ελλάδα μαζί με την γυναίκα μου και θα επιστρέψουμε στη χώρα που μας σπούδασε. Ελπίζω να βοηθήσω πολύ κόσμο, να φέρω τις θεραπείες μου, να προσφέρω το πολύτιμο αγαθό της υγείας και να επωφεληθούμε κι εμείς από την αγάπη του κόσμου και τη ζεστασιά της χώρας, και δεν εννοώ το κλίμα. Θέλω ο γιος μου να μεγαλώσει όπως κι εγώ, κοντά στους συγγενείς». Και η Γερμανία; Θα του λείψει; «Στη Γερμανία πήρα πολλή αγάπη και αναγνώριση από την Κλινική, τους ασθενείς, τους συναδέλφους. Οι στόχοι μου στην Κλινική και στην Έρευνα μπορούσαν να επιτευχθούν εύκολα γιατί πατάς στην προεργασία των προηγούμενων χρόνων. Η Γερμανία είναι μια χώρα που με πρόγραμμα μπορείς να επιτύχεις όσα στοχεύεις. Ωστόσο, είμαστε Έλληνες, θέλω να γυρίσω κάπου όπου να ακούω ελληνικά, να έχω ποιότητα ζωής». Η νοσταλγία δεν μπορεί να κρύψει τις ατέλειωτες ώρες προβληματισμού για την απόφαση. «Στη δική μου περίπτωση είναι άλμα, ρίσκο, γιατί έχω στρώσει την καριέρα μου. Αλλά είμαι αισιόδοξος ότι θα μπορέσω να παρέχω νευροχειρουργική υψηλού επιπέδου και στην Ελλάδα. Έχει κάνει μεγάλη πρόοδο η χώρα μας τα τελευταία χρόνια και πιστεύω ακράδαντα ότι την επιστημονική και ακαδημαϊκή πορεία που έχω εδώ, θα τη συνεχίσω ακόμη καλύτερα στην Αθήνα».
Η πρόταση να αναλάβει τη Διεύθυνση Νευροχειρουργικής σε ένα μεγάλο ιδιωτικό νοσοκομείο, ήταν πολύ τιμητική. Εκεί θα φτιάξει τη δική του χειρουργική ομάδα και θα μπορεί να εγχειρίζει ακριβώς όπως και στη Γερμανία. «Το οικονομικό δεν ήταν το κίνητρο, σημασία για μένα έχει να μπορώ επιστημονικά να προσφέρω αυτό που θέλω», υπογραμμίζει. Από τη Γερμανία φέρνει πολλές στιγμές από τη δύσκολη ζωή ενός νευροχειρουργού που τον έχουν σημαδεύσει: «Θυμάμαι μια περίπτωση ενός νεαρού κομπιουτερά με ένα παιδί τριών μηνών. Απέκτησε πρόβλημα κινητικότητας στα χέρια, μετά στα πόδια, κι έπαθε παραπληγία. Του κάναμε μαγνητική και είδαμε ότι έχει έναν τεράστιο όγκο στον νωτιαίο μυελό, σε επτά επίπεδα, στην αυχενική και θωρακική μοίρα. Βάλαμε ένα στοίχημα: ποιος θα περπατήσει πιο γρήγορα – αυτός με τον όγκο ή το τριών μηνών παιδί του; Εγώ είπα ότι θα περπατήσει πρώτος αυτός και το κέρδισα το στοίχημα. Αυτές είναι οι καλές στιγμές που μας δίνουν δύναμη για να προχωράμε στο επάγγελμά μας, είναι το μεγαλύτερο δώρο. Υπάρχουν βέβαια και οι κακές, που πολύ δύσκολα μπορείς να αποβάλεις από τη μνήμη…». Σε λίγες μέρες, λοιπόν, ένας από τους πιο καταξιωμένους στην Ευρώπη νευροχειρουργούς, Έλληνας, θα εγχειρίζει στην Ελλάδα, και μας προσκαλεί να παρακολουθήσουμε ένα χειρουργείο εγκεφάλου «για να δείτε τι συναισθήματα ξυπνά μόνο η θέα του, ένα τόσο μικρό όργανο 1.600 γραμμαρίων, υπεύθυνο για τη ζωή με νόημα», όπως επισημαίνει, και καταλήγει: «Είναι το καλύτερο δώρο σε έναν νευροχειρουργό, όταν ο ασθενής που δεν μπορεί να μιλήσει καλά πριν το χειρουργείο, αρχίζει να μιλά μαζί του μετά, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Είναι στιγμές που νιώθεις ότι αναμετρήθηκες με τον καρκίνο και νίκησες μια μάχη…».