Για τον αντίκτυπο των πολιτικών της Ε.Ε. στην κτηνοτροφία, τοποθετήθηκε η Διευθύνουσα Σύμβουλος της GAIA ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ, Έλλη Τσιφόρου, συμμετέχοντας στο διεπιστημονικό workshop που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Προϊόντων Κρέατος – ΙΠΚ και η Συμβουλευτική Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Επεξεργασίας Κρέατος – ΣΕΒΕΚ, με θέμα «Ας μιλήσουμε για το κρέας | Υγεία, διατροφική αξία και βιωσιμότητα».
Στο workshop συμμετείχαν επιστήμονες από τους κλάδους της ιατρικής, της διατροφής, της χημείας, της τεχνολογίας & ασφάλειας τροφίμων, των καταναλωτών, και του δημόσιου ελεγκτικού τομέα, καθώς και εκπρόσωποι του πρωτογενούς και αγροδιατροφικού τομέα, οι οποίοι συζήτησαν σχετικά με τα θέματα υγείας, διατροφής και βιωσιμότητας στον κλάδο του κρέατος.
Η κ. Τσιφόρου παρουσίασε τις βασικές πολιτικές πρωτοβουλίες της Ε.Ε. οι οποίες έχουν ειδικό αντίκτυπο στην κτηνοτροφία.
Χαρακτηριστικά ανέφερε: «Η ευρωπαϊκή “Πράσινη Συμφωνία” είναι η πολιτική ομπρέλα κάτω από την οποία θα κληθούν να λειτουργήσουν και να αναπτυχθούν κατά τις επόμενες δεκαετίες όλοι οι οικονομικοί τομείς, μεταξύ των οποίων και ο πρωτογενής τομέας. Οι στόχοι και οι πολιτικές που έχουν τεθεί, και οι οποίοι αποσκοπούν στην κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050 και στην ενίσχυση της βιωσιμότητας κατά μήκος της αλυσίδας τροφίμων από την παραγωγή έως την κατανάλωση, σημαίνουν ήδη σημαντικές προσαρμογές για τον τομέα του κρέατος: αυστηρότεροι όροι για τις εκπομπές των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, δεσμευτικός στόχος μείωσης της πώλησης αντιμικροβιακών φαρμάκων κατά 50% ως το 2030, νέες νομοθετικές πρωτοβουλίες για την ευζωία των ζώων, τα πρόσθετα ζωοτροφών, ένα πιο περιοριστικό πλαίσιο για τη χρηματοδότηση της προώθησης των προϊόντων κόκκινου κρέατος στην εσωτερική αγορά στο πλαίσιο της επερχόμενης αναθεώρησης της πολιτικής προώθησης της Ε.Ε. Οι πολιτικές αυτές δεν έχουν βασιστεί σε προηγούμενη μελέτη αντικτύπου στην οικονομική ανάπτυξη του τομέα. Ορισμένες ανεξάρτητες μελέτες, όπως αυτή του Πανεπιστημίου Wageningen της Ολλανδίας, κάνουν λόγο για μείωση της παραγωγής κρέατος στην Ε.Ε. κατά 14% και εξάρτησή της από τις εισαγωγές βόειου και αιγοπρόβειου κρέατος. Οι εκπρόσωποι των παραγωγών δικαίως ζητούν η δημόσια διαβούλευση και η λήψη των αποφάσεων να βασίζονται σε στοιχεία και σε τεκμηρίωση, και υπενθυμίζουν ότι η βιωσιμότητα δεν εμπεριέχει μόνο την περιβαλλοντική αλλά και την οικονομική/κλιματική διάσταση. Η Ε.Ε. από το 1990 έχει μειώσει τις εκπομπές του τομέα της γεωργίας κατά 14%, σε αντίθεση με τρίτες χώρες-εμπορικούς εταίρους της Ε.Ε., στις οποίες οι εκπομπές αυξήθηκαν σημαντικά, δημιουργώντας εύλογη απορία στους Ευρωπαίους παραγωγούς σε σχέση με τους δίκαιους όρους ανταγωνισμού με τους συναδέλφους τους από άλλες περιοχές του πλανήτη. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο κόσμος της παραγωγής ήδη εφαρμόζει λύσεις προς την κατεύθυνση της βιωσιμότητας, και επιθυμεί να προχωρήσει στην περαιτέρω ανάπτυξή τους, λαμβάνοντας όμως υπ΄όψη τον αναγκαίο χρόνο για μια ομαλή πράσινη μετάβαση και τις σημαντικές επενδύσεις που χρειάζεται να γίνουν στις αγροτικές εκμεταλλεύσεις, ειδικά σε ότι αφορά τη γνώση και την καινοτομία. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (Κ.Α.Π.) μπορεί να συνεισφέρει σε αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, επειδή μιλάμε πλέον για μια πιο εθνοκεντρική πολιτική, η χώρα μας υπολείπεται στην αξιοποίηση των εργαλείων της Κ.Α.Π. ώστε να χαράξει μια ολιστική στρατηγική προσέγγιση για τον τομέα της κτηνοτροφίας, ο οποίος βρίσκεται σε κατάσταση συναγερμού, καθώς συνεχώς συρρικνώνεται κάτω από το βάρος του μεγάλου κόστους παραγωγής».