Από το ιερό τέμενος της Μέκκας και της Μεδίνας μέχρι το κτήριο της Όπερας της Σαγκάης, κι από το διεθνές αεροδρόμιο της Βαρκελώνης μέχρι το «στρατηγείο» της Γαλλικής Τηλεόρασης στο Παρίσι και τους διάσημους πύργους “Reflection Towers” στη Σιγκαπούρη, το ελληνικό μάρμαρο, κυρίως από τα κοιτάσματα της Βόρειας Ελλάδας, έχει διαχρονικά κερδίσει τη θέση του σε οικοδομήματα-σύμβολα ανά την υφήλιο.
Στη Μέκκα έχουν χρησιμοποιηθεί μεγάλες ποσότητες λευκού μαρμάρου Θάσου, στην ‘Οπερα της Σαγκάης και το αεροδρόμιο της Βαρκελώνης το ίδιο υλικό, στο κτήριο της Γαλλικής Τηλεόρασης το εξαιρετικής ποιότητας μάρμαρο Βώλακα και στους πύργους που δεσπόζουν στον ορίζοντα της Σιγκαπούρης το “Ariston” Δράμας.
Σύμφωνα με την πρόεδρο του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Μαρμάρου Μακεδονίας – Θράκης (ΣΕΜΜΘ), Κωνσταντίνα Λαζή, το ελληνικό μάρμαρο αποτελεί πλέον μια από τις πιο συχνές επιλογές των σημαντικότερων αρχιτεκτονικών γραφείων και κατασκευαστικών εταιρειών, που καθορίζουν τις τάσεις στο design σε παγκόσμια κλίμακα. «Αυτό συμβαίνει γιατί υπερέχει σε ποιότητα, η γκάμα είτε των λευκών είτε των χρωματιστών είναι μεγάλη και η χρήση του σε εσωτερικούς χώρους ή ακόμη και σε εξωτερικές επενδύσεις κτιρίων προσδίδει ένα υψηλής αισθητικής αποτέλεσμα» επισημαίνει.
Πάνω από 7 στους 10 τόνους ελληνικού μαρμάρου εξάγονται στην Κίνα ενώ υπάρχει θετική προοπτική το 2019 για τις αγορές Αμερικής, Αφρικής, Ιράκ και Λιβύης.
Οπως παρατηρούν η κα Λαζή και ο αντιπρόεδρος του ΣΕΜΜΘ, Παναγιώτης Ηλιόπουλος, το 2018 ήταν μια χρονιά κατά την οποία εκτιμάται ότι το ελληνικό μάρμαρο ισχυροποίησε περαιτέρω την παρουσία του στη διεθνή αγορά με σημαντικές εξαγωγικές επιδόσεις (το 2017 εξήχθησαν ελληνικά μάρμαρα αξίας περίπου 410 εκατ. ευρώ), ενώ το 2019 εκτιμάται ότι η ζήτηση ελληνικών μαρμάρων θα κρατηθεί στα ίδια επίπεδα με την παρελθούσα χρήση.
Προσθέτουν παράλληλα ότι τα αποθέματα των υφιστάμενων ελληνικών λατομείων μαρμάρου, μαζί με αυτά που έχουν ερευνηθεί κι εκείνα που βρίσκονται σε διαδικασία αδειοδότησης, μπορούν υπό προϋποθέσεις να οριστούν και ως ανεξάντλητα, εξασφαλίζοντας επάρκεια πολύ μεγαλύτερη των 100 ή και 200 ετών.
Ο ΣΕΜΜΘ, με τις 50 επιχειρήσεις-μέλη του, μεταξύ των οποίων όλες οι κορυφαίες εταιρείες μαρμάρου, εκπροσωπεί σχεδόν το σύνολο του κλάδου στην Ελλάδα.
Στο πρωτογενές στάδιο, το 2017 εργάστηκαν σε αυτόν περισσότεροι από 2.000 εργαζόμενοι, αριθμός αυξημένος κατά 20% σε σχέση με το 2014, ενώ στην μεταποίηση του μαρμάρου, η οποία προσθέτει σημαντική υπεραξία στο προϊόν, ο κλάδος απασχολεί δύο φορές περισσότερους εργαζόμενους (συνολικά περισσότερους από 6.000). Οι εξαγωγές ελληνικών μαρμάρων ξεπέρασαν πρόπερσι τα 410 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά περίπου 40% σε σχέση με το 2016.
Πηγή: kathimerini.gr / ΑΠΕ – ΜΠΕ