- Διήγημα του Δημητρίου Χαδόλια.
Τα τελευταία χρόνια στη δημοκρατία της Μπανάνας είχε επιβληθεί δια νόμου ένας στολισμός κάπως…ιδιότυπος. Κατά το πνεύμα του, λοιπόν, έπρεπε να εκτεθούν σε δημόσια θέα και να στολιστούν, τα απορρίμματα. Να πάρουν, έτσι, αξία, τις ημέρες των γιορτών, τα πιο άχρηστα· και τα πιο ασήμαντα να γίνουν σημαντικά. Ήταν μήνυμα βαθύτερο κι ανώτερο. Συμβολισμός κι ελπίδα ανέλιξης, για κάθε τι που από την τέχνη και τη μουσική ως την επιστήμη και το επιχειρείν, μέχρι πριν κάποιες δεκαετίες θεωρούταν ασήμαντο ή και απόβλητο. Όπως και με τα σκουπίδια, λοιπόν, αναμενόταν και για αυτά μια καταξίωση, μια θέση στην πιο σημαντική εορταστική βιτρίνα.
Τι κι αν η αγάπη για το δέντρο, το Χριστουγεννιάτικο καράβι και τα στολίδια, στην αρχή προξένησαν αντιδράσεις; Η υποχρέωση υιοθέτησης του νέου τύπου στολισμού απετέλεσε γρήγορα κρατικό νομοθέτημα με αποτέλεσμα σιγά-σιγά να κυριαρχήσει παντού. Ο καθένας που ήθελε να συνεχίσει τη ζωή του ομαλά και να λαμβάνει μια κάποια κοινωνική αποδοχή, όφειλε να στολίζει το σπίτι του με φωτισμένους σωρούς από γεμάτες σακούλες σκουπιδιών. Δεν ήταν άλλωστε πια εποχές να θεωρείται κανείς “περίεργος”, “εκκεντρικός” ή “αντιδραστικός”. Σε τέτοιους δύσκολους καιρούς, λοιπόν, ο κόσμος φυλούσε τα ρούχα του και…στόλιζε τα σκουπίδια του.
Επίκεντρο των εορταστικών εκδηλώσεων, η κεντρική πλατεία της πρωτεύουσας, όπου δέσποζε ο υψηλότερος σωρός φωτισμένων με λαμπάκια σκουπιδοσακούλων της χώρας. Δεκάδες άνθρωποι όλων των ηλικιών έκαναν τη βόλτα τους. Οι νεότεροι πόζαραν και φωτογραφίζονταν μπροστά στον φωτισμένο σκουπιδοσωρό, χορεύοντας υπό τους ήχους της νέας μουσικής που είχε πια κυριαρχήσει παντού. Ακόμη και τις εορταστικές ημέρες. Ήταν ένα περίεργο εθιστικό μουρμουρητό που συνοδευόταν από κάποιους ρυθμικούς κρότους και κάπου ανάμεσα διακρινόταν να λέγεται κάτι για σιδερικά…γκόμενες… αλυσίδες…σκόνες…πακέτα.
– “Πω πω, θόρυβος από την πλατεία. Μια στιγμή, κ. Χρυσοδέσμιε, να κλείσω καλά τα κουφώματα του γραφείου να μιλήσουμε με την ησυχία μας για την έγκριση του δανείου μου από την τράπεζά σας”.
– “Ω, μα η μουσική είναι υπέροχη, κ. Εύπλαστε. Κι ο κόσμος περνά κάποιες ξέγνοιαστες στιγμές μπροστά στον πιο υπέροχα στολισμένο σκουπιδοσωρό. Καθίστε, μη σηκώνεστε. Για το δάνειο, μια-δυο επισημάνσεις έχω μόνο, και θα φύγω. Άλλωστε, μη σας κρατάω εδώ, μέρες που είναι. Θα θέλατε πιθανώς να κατέβετε κι εσείς κάτω”, είπε ο τραπεζίτης.
– “Εντάξει, όπως επιθυμείτε· λοιπόν, μελετήσατε τα οικονομικά μας. Είναι όλα σε τάξη και όπως βλέπετε οι προ-παραγγελίες μας είναι ήδη πολλές. Να θεωρήσω δεδομένη την έγκριση του δανείου ώστε να επεκταθούν οι δραστηριότητές μας;”.
– “Ως προς αυτά, όλα εντάξει, αλλά υπάρχει κι ένα μεγάλο αλλά, αυτός ο συστημικός κίνδυνος είναι που με ανησυχεί”.
Ο κ. Εύπλαστος, που νόμιζε ότι είχε προετοιμάσει στην εντέλεια τον φάκελο έγκρισης του δανείου του, ταράχτηκε.
– “Ο κίνδυνος! Μα ποιος κίνδυνος κ. Χρυσοδέσμιε; Γίνετε πιο σαφής! Εξηγήστε μου, και προσθέτουμε ότι επιθυμείτε! Θέλετε κάποιες ακόμη εγγυήσεις;”.
– “Ω, μα δεν μιλάω γι΄ αυτό. Απλά με ανησυχεί ο κίνδυνος ακύρωσης. Δεν σας κρύβω πως ακούγεται κάτι τέτοιο για εσάς στην αγορά”.
– “Για ποιον κίνδυνο μιλάτε κ. Χρυσοδέσμιε; Εξηγήστε μου”.
– “Ω, μα είναι πολύ απλό. Τόσο απλό, που θα το καταλάβετε κι εσείς, αρκεί να ρίξετε μια ματιά γύρω σας. Θα διακρίνετε αμέσως την παντελή έλλειψη, έστω και του στοιχειώδους, του ελάχιστου απαραίτητου, εορταστικού στολισμού. Ούτε ένα μικρό σακουλάκι σκουπιδιών με δυο λαμπάκια σε ένα γραφείο. Για κάποια εορταστική καμπάνια ή χορηγία δράσεων στολισμού σκουπιδιών…να μη μιλήσω καλύτερα… Τι να σας πω κι εγώ λοιπόν. Τα χρήματα της τράπεζάς μου πρόκειται να επενδύσω. Και πώς μπορώ να το κάνω άλλωστε όταν βλέπω να έρχεται – και δικαιολογημένα εδώ που τα λέμε – μια καμπάνια ακύρωσής σας από την κοινωνία των πολιτών. Μα κι εσείς, ενώ τα έχετε όλα εντάξει, γιατί δεν έχετε φροντίσει να κάνετε κάτι ώστε να εναρμονιστείτε με τις επικρατούσες τάσεις της εποχής μας;”
– “Ω, μα πόσο δίκιο έχετε… Είναι κάτι που μας έχει διαφύγει. Να το φτιάξουμε άμεσα! Ω, συγχωρήστε με, ίσως ακόμη δεν έχω αποβάλλει κάποιες επιρροές από τις ρίζες μου. Ξέρετε, κατάγομαι από ένα μικρό χωριό σαν αυτά τα τελευταία που έχουν απομείνει να στολίζουν καράβια κι έλατα. Ίσως λοιπόν αυτές οι επιρροές με έχουν κρατήσει πίσω. Ίσως πάλι και ο πονοκέφαλος να είναι ισορροπημένα τα οικονομικά, με έκαναν να ξεχάσω τα της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης”.
– “Λαμπρά! Εφόσον είστε ειλικρινής δεν έχω κάποια άλλη ένσταση. Μπορούμε να προχωρήσουμε με την έγκριση του δανείου. Κρατήστε και μια συμβουλή. Συνεχίστε να πηγαίνετε μπροστά. Αφήστε πίσω το χθες – ας πούμε συμβιβαστείτε με τη νέα μουσική και σύντομα θα αρχίσει να σας αρέσει – αγαπήστε τον στολισμό των απορριμμάτων και θα πάτε μπροστά. Αν τα αμελήσετε αυτά, πιστέψτε με, θα έχετε προβλήματα στο μέλλον. Ό,τι λάθος γίνεται στα μικρά χωριά δεν αφορά κανέναν, εδώ στην πρωτεύουσα όμως πρέπει κανείς να είναι τύπος και υπογραμμός”.
– “Ω, μα βέβαια! Βέβαια! Σας ευχαριστώ πολύ κ. Χρυσοδέσμιε! Ω, τι μεγάλη παράλειψή μας! Θα συμμορφωθούμε σύντομα – τι σύντομα; Τώρα! Ένα λεπτό! Δείτε με, τσαλακωωώνω αυτά τα χαρτιά, βααααάζω μέσα και τα κουτιά από τους καφέδες και έεεενα ξυνισμένο γάλα από το ψυγείο… Όχι να μη λέτε, πρέπει να είμαι από τους λίγους που βάζουν στη σακούλα και τα οργανικά που μυρίζουν – δεν στολίζω μόνο, το πιστεύω κιόλας. Κι όοοολα μέσα στη σκουπιδοσακούλα, και κρέμασμα από τα κάγκελα”.
– “Συγχαρητήρια! Μπήκατε άμεσα στο νόημα βλέπω! Συνεχίστε έτσι και έχετε το δάνειο στο τσεπάκι. Σας χαιρετώ!”.
– “Ένα λεπτουδάκι· ελάτε να βγούμε μαζί στο μπαλκόνι να βγάλουμε και μια φωτογραφία για τα κοινωνικά δίκτυα καθώς κρεμάω κι εγώ τη σακούλα μου. Θα φαίνεται στο βάθος και ο φωτισμένος εορταστικός σκουπιδοσωρός της πλατείας. Καθήστε να ανοίξω την μπαλκονόπορτα. Ω, να κι αυτή αυτή η υπέροχη εορταστική μουσική! Tι λέει; Έκρυψα τα κιλά στη λάμπo; Καταψύκτης για το λαιμό; Χα-χα, ευφάνταστοι που είναι οι νέοι μας! Έεεενα λεπτό να φωτογραφηθούμε… Υπέροχα… Γεια σας και ευχαριστώ για όλα κ. Χρυσοδέσμιε! Καλά Χριστ…”.
– “Κύριε Εύπλαστέ μου, θα σας μαλώσω! Τώρα που αρχίσατε να τα κάνετε όλα σωστά, μη μου ξεχνιέστε και μιλάτε λες κατεβήκατε μόλις από τα βουνά”.
– “Εεεεεε μα πια! Είμαι…είμαι…αδιόρθωτος είμαι! Αδιόρθωτος! Mε αυτές τις χωριάτικες βλακείες! Καλές γιορτές, λοιπόν! Καλές γιορτές!”.