Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Κυριακής Ε΄ Ματθαίου (Ματθ. η΄ 28-θ´ 1)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ ᾿Ιησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης. Καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες· Τί ἡμῖν καὶ σοί, ᾿Ιησοῦ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; ῏Ην δὲ μακρὰν ἀπ᾿ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη. Οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· Εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ῾Υπάγετε. Οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων· καὶ ἰδοὺ ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν. Οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον, καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων. Καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ ᾿Ιησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν.
Απόδοση στη νεοελληνική

Το Μήνυμα της Κυριακής από την Ι.Μ. Μαρωνείας & Κομοτηνής
Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή βλέπουμε έναν παράξενο διάλογο μεταξύ του Χριστού και των δαιμόνων που βασάνιζαν δύο ταλαίπωρους ανθρώπους στη χώρα των Γεργεσηνών. Παράξενο! Ο Χριστός λέει μία μόνο λέξη: «υπάγετε», δείγμα του οτι δεν προκαλεί, ούτε αφήνεται στον διάλογο αυτόν, αλλά τον ανέχεται μέχρι να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα, δηλαδή τη θεραπεία των δαιμονισμένων. Τα δαιμόνια είναι πού μιλούν στον διάλογο αυτόν πολύ, και λένε πολλά και αξιοπερίεργα. Το πιο θαυμαστό είναι το οτι αποκαλούν τον Χριστό, «Υἱό τοῦ Θεοῦ». Ἀναγνωρίζουν τήν Θεότητα καί τήν ὁμολογοῦν, συνάμα ὅμως τήν ἐχθρεύονται, γι’ αὐτό καί τήν ἀποστρέφονται. Ὁ διάβολος καί οἱ «σύν αὐτῷ» δέν ἔχουν καμία ἀμφιβολία περί Θεοῦ, ἀντιθέτως ἔχουν γνώση Θεοῦ, ἀσχέτως ἄν ἡ ὑπερηφάνεια καί ὁ ἐγωκεντρισμός τους τούς καθιστοῦν ἀνίκανους νά παραδεχθοῦν τήν Θεία ἀλήθεια καί νά ἀνταποκριθοῦν στήν Θεία ἀγάπη. Οἱ κάτοικοι τῆς πλησιόχωρης πόλης μόλις πληροφοροῦνται τά περί τῆς ἀπελευθέρωσης τῶν δαιμονισμένων ἀπό τή δουλεία τοῦ διαβόλου καί τήν καταστροφή τῆς ἀγέλης τῶν χοίρων, μαζεύονται ὅλοι στήν εἴσοδο τῆς πόλης. Ὄχι γιά νά εὐχαριστήσουν τόν Χριστό γιά τήν εὐεργεσία του πρός τούς συμπατριῶτες τους, καθώς καί τήν ἀπαλλαγή ὅλης της πόλης ἀπό τήν ἐπιθετική τους συμπεριφορά, ἀλλά γιά νά τόν παρακαλΥλισμόέσουν, «ὅπως μεταβῇ ἀπό τῶν ὁρίων αὐτῶν». Τό σπουδαιότερο στή στάση τῶν Γεργεσηνῶν εἶναι ὅτι ἀποκαλύπτει τά αἴτια τῆς ἄρνησης τῶν περισσότερων ἀρνητῶν τοῦ Χριστοῦ. Κι ὁ λόγος τῆς ἄρνησης πολλῶν εἶναι τό ὅτι οἱ ἀρχές τοῦ Χριστιανισμοῦ δέν εἶναι εὔκολες στήν ἐφαρμογή τους. Ἔχει κόστος, «δέν συμφέρει», γι’ αὐτό καί ἀπαιτεῖται δύναμη καί ἀποφασιστικότητα. Ἡ πτώση τῆς ἀγέλης στόν γκρεμό τούς κόστισε οἰκονομικά, γι’ αὐτό καί ἀντί νά συναισθανθοῦν τό δίκαιο τῆς τιμωρίας τους, τό ἄδικο τῆς πράξης τους καί τήν εὐκαιρία διόρθωσης πού τούς παρέχει ὁ Θεός, προσκολλῶνται πεισματικά στή διεκδίκηση καί τήν λατρεία τοῦ πλούτου. Χάριν τῶν ὑλικῶν ἀποκτημάτων καί τῆς ἱκανοποίησης τῶν ἐπιθυμιῶν τους, ἐθελοτυφλοῦν καί ἀποστρέφονται τήν ἀλήθεια ἀποδιώκοντάς την, γινόμενοι ἔτσι προπομποί πολλῶν μέ ὅμοιες ἐπιθυμίες ἀνά τούς αἰῶνες.