- ΤΟ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ της Κυριακής Γ΄ Νηστειών, της Σταυροπροσκυνήσεως (23 Μαρτίου 2025) – (Ἑβρ. δ´ 14 – ε´ 6)
Ἰησοῦς, ὁ μέγας Ἀρχιερεύς
Ἀδελφοί, ἔχοντες οὖν ἀρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τοὺς οὐρανούς, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ, κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας. Οὐ γὰρ ἔχομεν ἀρχιε ρέα μὴ δυνάμενον συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν, πεπειραμένον δὲ κατὰ πάντα καθ’ ὁμοιότητα χωρὶς ἁμαρτίας. Προσερχώμεθα οὖν μετὰ παῤῥησίας τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος, ἵνα λάβωμεν ἔλεον καὶ χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν. Πᾶς γὰρ ἀρχιερεὺς ἐξ ἀνθρώπων λαμβανόμενος ὑπὲρ ἀνθρώπων καθίσταται τὰ πρὸς τὸν Θεόν, ἵνα προσ φέρῃ δῶρά τε καὶ θυσίας ὑπὲρ ἁμαρτιῶν, μετριοπαθεῖν δυνάμενος τοῖς ἀγνοοῦσι καὶ πλανωμένοις, ἐπεὶ καὶ αὐτὸς περίκειται ἀσθένειαν· καὶ διὰ ταύτην ὀφείλει, καθὼς περὶ τοῦ λαοῦ, οὕτω καὶ περὶ ἑαυτοῦ προσφέρειν ὑπὲρ ἁμαρτιῶν. Καὶ οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τὴν τιμήν, ἀλλὰ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, καθάπερ καὶ Ἀαρών. Οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς οὐχ ἑαυτὸν ἐδόξασε γενηθῆναι ἀρχιερέα, ἀλλ’ ὁ λαλήσας πρὸς αὐτόν· υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε· καθὼς καὶ ἐν ἑτέρῳ λέγει· σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ.
Μετάφραση (τοῦ ὁμοτίμου καθηγητή θεολογίας Χρήστου Βούλγαρη)
Ἀδελφοί, ἀφοῦ, λοιπόν, ἔχουμε μέγα ἀρχιερέα, ὁ ὁποῖος ἔχει διέλθει τούς οὐρανούς, δηλαδή τόν Ἰησοῦ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά εἴμαστε σταθεροί στήν πίστη μας. Γιατί δέν ἔχουμε ἀρχιερέα ὁ ὁποῖος δέν μπορεῖ νά συμπάσχει μέ τίς δικές μας ἁμαρτίες, ἀλλ᾿ ἀρχιερέα ὁ ὁποῖος ἔχει ὑποστεῖ πλήρως πειρασμούς μέ ὅλους τούς τρόπους (στό ἀνθρώπινο σῶμα του), χωρίς ὅμως ἁμαρτίες. Ἑπομένως, ἄς προσέλθουμε μέ θάρρος στόν θρόνο τῆς χάριτος γιά νά λάβουμε συγχώρεση καί νά βροῦμε χάρη γιά ἔγκαιρη βοήθεια. Κάθε ἀρχιερέας, λοιπόν, ὁ ὁποῖος προέρχεται ἀπό ἀνθρώπους, ἐγκαθίσταται στό ἀξίωμα, γιά νά τελεῖ ἐκεῖνα πού πρέπει νά προσφέρονται στόν Θεό, ὑπέρ τῶν ἀνθρώπων, γιά νά προσφέρει δῶρα καί θυσίες ὑπέρ τῶν ἁμαρτιῶν τους, ἀφοῦ μπορεῖ νά εἶναι συγκαταβατικός μέ ὅσους ἁμαρτάνουν ἀπό ἄγνοια καί πλάνη, ἐπειδή καί ὁ ἴδιος (ὡς ἄνθρωπος) ἔχει ἀσθενή φύση· καί γι᾿ αὐτήν τήν ἀσθενή φύση του εἶναι ὑποχρεωμένος νά προσφέρει θυσίες καί γιά τίς δικές του ἁμαρτίες, ὅπως προσφέρει γιά τίς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ. Καί δέν ἐγκαθίσταται κανείς ἀπό μόνος του στό ἀρχιερατικό ἀξίωμα, ἀλλ᾿ ἐγκαθίσταται ἅμα κληθεῖ ἀπό τόν Θεό, ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ Ἀαρών. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ὁ Χριστός δέν ἀποφάσισε αὐθαίρετα ὁ ἴδιος νά γίνει ἀρχιερέας, ἀλλά τόν ἔκανε ὁ Θεός-Πατέρας (κατά τήν ἄχρονη γέννησή του), ὅταν τόν προσφώνησε καί τοῦ εἶπε: «Ἐσύ εἶσαι ὁ Υἱός μου, ἐγώ σέ γέννησα σήμερα»· ὅπως λέγει (ἡ Γραφή) καί σ᾿ ἄλλο σημεῖο: «Ἐσύ εἶσαι αἰώνιος ἱερέας κατά τήν τάξη Μελχισεδέκ».
Ο ΑΝΑΜΑΡΤΗΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ
Ἡ ἀνωτερότητα τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως, Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔναντι τῶν Ἀρχιερέων τῆς Ἰουδαϊκῆς θρησκείας, ἐπισημαίνεται στό Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς. Μάλιστα, στηρίζεται σέ συγκεκριμένα δεδομένα πού χαρακτηρίζουν τήν Ἀρχιερωσύνη του. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, γεννημένος ἀχρόνως ἀπό τόν Θεό Πατέρα· διαπέρασε τούς οὐρανούς γιά νά ἐνδυθεῖ τήν ἀνθρώπινη φύση, γι’ αὐτό καί μπορεῖ νά σταθεῖ μέ συμπάθεια ἀπέναντι στόν πειραζόμενο ἄνθρωπο, καθ’ ότι καί ὁ Ἴδιος ὑπέστη τούς ἴδιους πειρασμούς, μέ μιά σημαντική διαφορά: δέν ὑπέπεσε στήν ἁμαρτία. Αὐτό συνέβη διότι ἦταν ἐκ φύσεως ἀναμάρτητος, πράγμα πού σημαίνει ὅτι δέν μποροῦσε νά ἁμαρτήσει, ἀφοῦ ἡ θεότητά του δέν ἐπέτρεπε τήν ἐκτροπή στήν ἁμαρτία.
Ὁ Θεός προσφέρει τή σωτηρία
Ἡ περί τῆς ἀναμαρτησίας τοῦ Κυρίου διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι βασικότατη, θεμελιωμένη στή Γραφή καί στήν Πατερική διδασκαλία. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος τή συνδέει ἄμεσα μέ τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καί ἐπισημαίνει: «Πῶς καθ’ ὁλοκληρίαν πέθανε ὑπέρ τῶν ἁμαρτωλῶν, ἄν αὐτός βρισκόταν σέ ἁμαρτία; Διότι αὐτός πού πεθαίνει ὑπέρ ἁμαρτωλῶν, πρέπει ὁ ἴδιος νά εἶναι ἀναμάρτητος. Καθ’ ὅσον, ἄν ἁμαρτήσει καί αὐτός, πῶς θά πεθάνει ὑπέρ ἄλλων ἁμαρτωλῶν; Ἄν δέν πέθανε ὑπέρ τῶν ἁμαρτιῶν ὅλων τῶν ἀνθρώπων, πέθανε ἀναμάρτητος». Ὀφείλουμε νά κατανοήσουμε ὅτι ἡ διδασκαλία αὐτή τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι κομβικῆς σημασίας, γιατί πάνω της στηρίζεται ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὁ ἄνθρωπος προσδοκᾶ τή σωτηρία του ἀπό τόν Θεό, γιατί μόνον Αὐτός μπορεῖ νά τήν προσφέρει. Ἐπενδύοντας, ὅμως, τόν Χριστό μέ τή φθαρτότητα καί τήν ἁμαρτωλότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἀναγνωρίζοντας δηλαδή στό πρόσωπό του ἕναν κοινό ἄνθρωπο, ὅπως ὅλοι ἐμεῖς, τότε τό οἰκοδόμημα τῆς σωτηρίας γκρεμίζεται καί μετατρέπεται σέ οὐτοπία.
Διαχρονική πολεμική
Γι’ αὐτό καί οἱ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας διαχρονικά πολέμησαν αὐτήν ἀκριβῶς τήν πτυχή τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, χρησιμοποιώντας κοινούς καί συνηθισμένους τρόπους, ἀκριβῶς γιά νά πλανήσουν καί τούς ἐκλεκτούς. Ἐπιστράτευσαν τήν τέχνη, τή λογοτεχνία, τό θέατρο, τόν κινηματογράφο, γιά νά παρουσιάσουν ἕναν καθαρά ἀνθρώπινο Χριστό, πού μετέχει σέ ὅλο τό εὖρος τῆς ἀνθρώπινης φύσης, χωρίς ἐξαιρέσεις. Ἕναν Χριστό πού συνάπτει σαρκικές σχέσεις, παρουσιάζει τή σύζυγό του, ἀποκτᾶ παιδιά, δημιουργεῖ οἰκογένεια καί ἐνταφιάζεται σέ οἰκογενειακό τάφο! Οἱ ἀπόψεις αὐτές, ὅσο κι ἄν κρύβονται πίσω ἀπό τό πέπλο τῆς καλλιτεχνικῆς ἐλευθερίας, ἀποσκοποῦν συνειδητά στήν καταρράκωση τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν ὁποία ὁ Χριστός ὑπῆρξε καί εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, κατά πάντα, ἐκτός ἁμαρτίας.
Ὁ Χριστός ὡς θεμέλιο τῆς πίστεως
Γι’ αὐτό εἶναι ἀπολύτως δικαιολογημένη ἡ ἀντίδραση τῶν ἐπίσημων ὀργάνων τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι σέ τέτοιου εἴδους, παρακμιακά, δῆθεν καλλιτεχνικά, φαινόμενα· ὄχι γιατί ὁ Χριστός ἔχει ἀνάγκη προστασίας, ἀλλά γιατί ἡ ἀσθενής συνείδηση τῶν ἀνθρώπων ἔχει ἀνάγκη στήριξης καί βοήθειας. Στό πλαίσιο αὐτό κινούμενη ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, προκειμένου, πρό ἐτῶν, να ἀντιμετωπίσει ἀνάλογα φαινόμενα, ἀπευθύνθηκε στόν λαό ἐξηγώντας τή στάση Της: «Βασική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος, δηλαδή τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Αὐτή ἡ πίστη εἶναι τό θεμέλιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς. Δέν πρόκειται γιά μία λεπτομέρεια πού ἄν κλονισθεῖ δέν ἐπιφέρει καμία ἀλλοίωση στόν ἐκκλησιαστικό ὀργανισμό, ἀλλά γιά κεντρικό θεμέλιο τῆς πίστεως. Γιατί, ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, αὐτό σημαίνει ὅτι ἄν κλονισθεῖ αὐτή ἡ διδασκαλία, τότε αὐτομάτως καί ἡ Ἐκκλησία συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν ἀνθρωποκεντρικῶν συστημάτων, και, ἑπομένως, ὁ ἄνθρωπος παραμένει αἰωνίως ἀλύτρωτος». Αὐτή εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας περί τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ὀφείλουμε νά ἀποδεχόμαστε καί νά υἱοθετοῦμε αὐτήν τήν πίστη, χωρίς ὅρους καί προϋποθέσεις. Ὀφείλουμε ὅμως καί νά καταδικάζουμε μέσα μας κάθε προσπάθεια σπιλώσεως τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, συνδεόμενοι, ἀκόμη περισσότερο, μέ τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἐκεῖ ὅπου ὁ Ἀναμάρτητος ἐξακολουθεῖ νά θυσιάζεται γιά τίς δικές μας ἁμαρτίες.
Πηγή: apostoliki-diakonia.gr | Φωνή Κυρίου
- «Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ» | Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μαρωνείας & Κομοτηνής, κ.κ. Παντελεήμονος
Στὸ μέσον τῆς περιόδου τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, προβάλλει ἡ Ἐκκλησία μας κατὰ τὴν Γ΄ Κυριακὴ τῶν νηστειῶν τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ τὸν προσκυνήσουμε οἱ πιστοὶ καὶ νὰ συνεχίσουμε ἔτσι ἐνισχυμένοι τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα ποὺ θὰ μᾶς φέρει στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ στὸ Πάσχα. Στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα λέει ὁ Χριστός: «Ὅποιος θέλει νὰ μὲ ἀκολουθήσει, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, ἂς σηκώσει τὸ σταυρό του. Γιατί ὅποιος θέλει νὰ σώσει τὴ ζωή του θὰ τὴ χάσει, ὅποιος ὅμως χάσει τὴ ζωὴ του ἐξαιτίας μου καὶ ἐξαιτίας τοῦ εὐαγγελίου, αὐτὸς θὰ τὴ σώσει. Τί θὰ ὠφεληθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἂν κερδίσει ὁλόκληρο τὸν κόσμο ἀλλὰ χάσει τήν ψυχή του; Τί μπορεῖ νὰ δώσει ὁ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα γιὰ τὴν ψυχή του;». Ἐφ’ὅσον ὁ Χριστός ἔχει νὰ ἀντιμετωπίσει, ὄχι τὴ δόξα, ἀλλὰ τὸν σταυρὸ καὶ τὸ πάθος, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι διαφορετικὴ ἡ τύχη τῶν μαθητῶν Του, ἐὰν θέλουν βέβαια νὰ εἶναι στὴν οὐσία καί ὄχι μόνο στὸ ὄνομα, μαθητές Του. Καταναγκασμὸς δὲν ὑπάρχει στὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ κανεὶς ἐλεύθερα νὰ ἐπιλέξει τὸ δρόμο τοῦ σταυροῦ, ἀφοῦ ἀναλογισθεῖ πρῶτα τὶς δυσκολίες καὶ ἀναλάβει ἀποφασιστικὰ τὶς εὐθύνες του. Ἡ ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ ἐπὶ τῶν ὤμων εἶναι οἱ βασικὲς προϋποθέσεις γιὰ νὰ ἀκολουθήσουμε τὸν Χριστό. Ἀρνοῦμαι τὸν ἑαυτόν μου, σημαίνει: ἐγκαταλείπω τὶς νόμιμες καὶ δίκαιες ἀπαιτήσεις, τὶς φυσιολογικὲς καὶ δικαιολογημένες ἐπιθυμίες ποὺ ἔχει τὸ ἐγώ μου μέσα στὴ ζωή, ἀρνοῦμαι τὴν ἀσφάλεια μιᾶς καλοβολεμένης ζωῆς, γιὰ νὰ ἀποδυθῶ στὴν κατὰ τὰ κριτήρια τοῦ κόσμου ἀβεβαιότητα καὶ ἀνασφάλεια ποὺ συνεπάγεται τὸ νὰ ἀκολουθῶ τὸν Χριστὸ στὸ δρόμο τοῦ πάθους. Ὁ ἐμπειρικὸς ἄνθρωπος, ὅπως τὸν γνωρίζουμε ὅλοι μας, ζητᾶ τὴν τακτοποίηση καὶ τὴν ἀσφάλεια, τὴν ἀποφυγὴ τῆς σκέψης τοῦ θανάτου, τὴν παράταση τῆς ζωῆς του μὲ κάθε τρόπο. Μὲ μία παράξενη ὅμως ἐπιχειρηματολογία γιὰ τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ, ὁ Χριστὸς διδάσκει ὅτι ἡ ζωὴ κερδίζεται μόνον ὅταν χαθεῖ. Ἡ θυσία τῆς ζωῆς ὁδηγεῖ στὴν κατ’ ἐξοχὴν ζωή. Ὁ Χριστὸς χρησιμοποιεῖ στὶς φράσεις του αὐτὲς, τὴ λέξη «ψυχὴ», μὲ τὴ διπλὴ ἔννοια τῆς ζωῆς, τῆς βιολογικῆς ζωῆς καὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς, ποὺ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτὰ ὅμως ποὺ φαίνονται ἀδύνατα γιὰ τὸν φυσιολογικὸ ἄνθρωπο, γίνονται πραγματικότητες μέσα στὴν περιοχὴ τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀναγεννᾶ καὶ μεταβάλλει τὸν ἄνθρωπο σὲ νέο δημιούργημα, σὲ «καινὴ κτίση». Ἕνα μήνυμα ἑκούσιας αὐταπαρνήσεως μᾶς ἀπευθύνει τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Οἱ ἥρωες τῆς πίστης καὶ οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν εἶναι μόνον μορφὲς τοῦ μακρινοῦ παρελθόντος, μποροῦν νὰ γίνουν καὶ ζωντανὲς πραγματικότητες στὴν ἐποχή μας.