- Άρθρο του Υπουργού Επικρατείας και Κυβερνητικού Εκπροσώπου, Δημήτρη Τζανακόπουλου, στο “HOT DOC”.
Η επιβολή των μνημονίων και η ακραία πολιτική λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης που αποτέλεσαν τους κύριους – αν όχι τους μόνους – άξονες της διαχείρισης της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, επέφεραν κατακλυσμιαίες αλλαγές στους πολιτικούς συσχετισμούς και στη διαμόρφωση του πολιτικού τοπίου στη χώρα.
Η περίοδος τομής είναι χωρίς αμφιβολία αυτή μεταξύ του καλοκαιριού του 2011 και των “δίδυμων” εθνικών εκλογών του 2012, όταν κάτω από την πίεση ακραίων πολιτικών δημοσιονομικής προσαρμογής, μείωσης μισθών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, και σωρευτικής ύφεσης άνω του 12%, το πολιτικό σύστημα, όπως το γνωρίζαμε τουλάχιστον από το 1981 και μετά, κατέρρευσε.
Η λαϊκή δυσαρέσκεια οδήγησε σε μαζικές πολιτικές επανατοποθετήσεις, στην ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση, καθώς και στη δημιουργία νέων πολιτικών φορέων χωρίς σαφείς ιδεολογικές αναφορές αλλά και χωρίς επαρκή κοινωνική γείωση.
Επρόκειτο για το ζενίθ της κρίσης αντιπροσώπευσης που σοβούσε στο ελληνικό πολιτικό σύστημα από τα τέλη της δεκαετίας του 2000, αλλά όχι για πλήρη πολιτική ρευστοποίηση, καθώς διαμορφώθηκε ένας πολιτικός χάρτης που θα κυριαρχούσε χωρίς μεγάλες διαφοροποιήσεις για τα επόμενα έξι χρόνια στην πολιτική ζωή της χώρας.
Η συνθήκη αυτή δημιούργησε εκ πρώτης όψεως παράδοξες πολιτικές συναντήσεις, συμμαχίες και κοινές πορείες φορέων και κομμάτων, που ανήκαν σε εντελώς διαφορετικές πολιτικές και ιδεολογικές παραδόσεις. Διαμορφώθηκαν στην πραγματικότητα δύο μπλοκ δυνάμεων που ήταν σαφώς υπερπροσδιορισμένα από την αντίθεση μνημόνιο – αντιμνημόνιο. Και τούτο, διότι η αντίθεση αυτή κυριαρχούσε έναντι άλλων, πιο πυρηνικών αντιθέσεων, που σε τελευταία ανάλυση είναι καθοριστικές για τις μακροπρόθεσμες πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, όπως η αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας ή Δεξιάς – Αριστεράς.
Από τη μια μεριά, το μπλοκ του παραδοσιακού συστήματος εξουσίας, που συνασπίστηκε σε μια προσπάθεια να αποσοβηθεί ο κίνδυνος της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Ένα κόμμα του κράτους και της συνέχειάς του που εξέφρασε τις κατεστημένες οικονομικές, θεσμικές και παραθεσμικές εξουσίες, υπερασπίστηκε στον πυρήνα τους τις πολιτικές των μνημονιακών μεταρρυθμίσεων, και στόχευσε στην απρόσκοπτη αναπαραγωγή της κατάστασης πραγμάτων ώστε να μην τεθούν σε διακινδύνευση τα συμφέροντα της οικονομικής ελίτ και της πολιτικής ολιγαρχίας.
Από την άλλη μεριά συγκροτήθηκε ένα σαφώς ετερόκλητο και αντιφατικό, αλλά πολιτικά και κοινωνικά ισχυρό μπλοκ δυνάμεων, με την ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ, που έθεσε στο επίκεντρο τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας, την ανάγκη για πολιτικές αναδιανομής εισοδήματος υπέρ των εργαζόμενων τάξεων, αλλά και το κοινωνικό αίτημα για εμβάθυνση της δημοκρατίας και απόδοση δικαιοσύνης. Ήταν ακριβώς η ριζοσπαστικότητα αυτού του πολιτικού συνασπισμού και κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ που απέτρεψε την άνοδο της ακροδεξιάς και του φασισμού, παρά το γεγονός ότι η ρητορική και το ξενοφοβικό αφήγημα της Χρυσής Αυγής κέρδισαν αναμφισβήτητα έδαφος.
Από την περίοδο εκείνη μέχρι σήμερα έχουν μεσολαβήσει πολλά:
-Η διαπραγμάτευση του 2015 και ο δύσκολος συμβιβασμός του Ιουλίου κάτω από την ασφυκτική πίεση που ασκήθηκε στην ελληνική κυβέρνηση από τις πολιτικές χρηματοπιστωτικής ασφυξίας.
-Η εφαρμογή του τρίτου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής – σαφώς ηπιότερου από τα δύο προηγούμενα – αλλά σε κάθε περίπτωση επιβαρυντικού για τις υποτελείς τάξεις παρά τις προσπάθειες δικαιότερης κατανομής των βαρών, με δεδομένο ότι είχαν ήδη σωρευτεί δυσανάλογες επιβαρύνσεις από την πρώτη και τη δεύτερη μνημονιακή περίοδο.
-Οι προσπάθειες για την άσκηση πολιτικών οικοδόμησης θεσμών κοινωνικού κράτους και ενίσχυσης των εργαζομένων, παρά τους περιορισμούς (ανθρωπιστική κρίση, κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης, καθολική κατοχύρωση του δικαιώματος πρόσβασης στην υγεία, επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, καταπολέμηση της μαύρης και υποδηλωμένης εργασίας κ.ά.).
–Και τελικά η έξοδος από τη μνημονιακή επιτροπεία τον Αύγουστο του 2018 που επαναφέρει την Ελλάδα σε μια κατάσταση σχετικής κανονικότητας, καθώς πλέον παύει να λειτουργεί ο μνημονιακός μηχανισμός πειθάρχησης που εξαρτιόταν από την αδυναμία του ελληνικού δημοσίου να έχει πρόσβαση στις αγορές χρήματος.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν φυσικά ότι σταματά να λειτουργεί η τεχνολογία εξουσίας που αποτελεί την ειδοποιό διαφορά του σύγχρονου καπιταλισμού και η οποία σχετίζεται με τη δυνατότητα των αγορών να επιβάλλουν πολιτικές αυξομειώνοντας το ύψος των επιτοκίων δανεισμού μιας χώρας. Η τεχνολογία αυτή όμως δεν έχει την ίδια αποτελεσματικότητα με την αντίστοιχη μνημονιακή, καθώς η ετυμηγορία των αγορών, όσων δηλαδή επενδύουν σε ελληνικά ομόλογα, διαμεσολαβείται και από άλλους παράγοντες εκτός από αυτόν που αφορά τις ασκούμενες πολιτικές.
Αυτό που προκύπτει από τα παραπάνω, είναι ότι με το πέρασμα σε αυτή τη νέα φάση, ελλείπουν πλέον οι λόγοι της πολιτικής διαμόρφωσης της περιόδου 2012-2018. Οι πολιτικές δυνάμεις αρχίζουν να πολώνονται στη βάση πιο παραδοσιακών διακυβευμάτων και διαχωριστικών γραμμών, που πλέον δεν υπερπροσδιορίζονται από την αντίθεση μνημόνιο – αντιμνημόνιο. Πολιτικές δυνάμεις που δημιουργήθηκαν στη βάση της πολιτικής αναταραχής της μνημονιακής περιόδου, χωρίς σαφείς κοινωνικές αναφορές και ιδεολογικό στίγμα, διαπερνώνται από φυγόκεντρες τάσεις προς τις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος. Το δε πολιτικό γεγονός της συμφωνίας των Πρεσπών και οι αντιθέσεις που δημιούργησε – αντιθέσεις που διαπέρασαν οριζόντια όλα τα πολιτικά κόμματα εκτός του ΣΥΡΙΖΑ – φαίνεται ότι λειτούργησαν ως καταλύτης για την επιτάχυνση αυτής της αναπόφευκτης εξέλιξης.
Σήμερα οι πολιτικοί συσχετισμοί αναδιαμορφώνονται επομένως ξανά. Όχι όμως στην κατεύθυνση της πολυδιάσπασης του 2012, αλλά στην κατεύθυνση της παγίωσης δύο μεγάλων πολιτικών πόλων, της Αριστεράς και της Δεξιάς, που αντιπαρατίθενται στη βάση δύο σαφώς ανταγωνιστικών σχεδίων.
Και τα σχέδια αυτά δεν αφορούν πλέον τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης, αλλά τους όρους εκπροσώπησης αντιπαρατιθέμενων κοινωνικών δυνάμεων στη μεταμνημονιακή περίοδο.
Οι πολιτικές προτεραιότητες του ΣΥΡΙΖΑ αφορούν φυσικά την ενίσχυση του εισοδήματος και της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων, την οικοδόμηση ενός νέου κοινωνικού κράτους και την αναδιανομή εισοδημάτων υπέρ της κοινωνικής πλειοψηφίας, όχι απλώς για λόγους κοινωνικής ευαισθησίας, αλλά ταυτόχρονα και για λόγους οικονομικής αποτελεσματικότητας, καθώς μόνο αυτή η οικονομική στρατηγική δημιουργεί όρους βιώσιμης και ισχυρής ανάπτυξης.
Οι αντίστοιχες της Νέας Δημοκρατίας αφορούν την υπεράσπιση της οικονομικής ολιγαρχίας και την παλινόρθωση του παραδοσιακού συστήματος εξουσίας με μια παραδοσιακή συνταγή: περαιτέρω εσωτερική υποτίμηση για να στηριχτεί δήθεν η επενδυτική δραστηριότητα, που με τη σειρά της υποτίθεται ότι θα βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο για το σύνολο της κοινωνίας. Με μια πρόταση, η επιδίωξη της ΝΔ δεν είναι άλλη από την υποταγή των συμφερόντων των πολλών σε αυτά των λίγων.
Και για άλλη μια φορά, όπως συμβαίνει πάντοτε στην πολιτική σύγκρουση, όλοι θα κληθούν να πάρουν θέση.