Θύελλα αντιδράσεων προκαλεί, όπως προέβλεψε ο Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και Κοινωνικής Διοίκησης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Ξενοφών Κοντιάδης, η προκλητική γνωμάτευση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου με την οποία ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός της χώρας προσπαθεί να βάλει εμπόδια στις έρευνες της Ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών.
Χαρακτηριστικά ο Καθηγητής Κοντιάδης τονίζει: «Η σημερινή γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την οποία επιχειρεί να περιορίσει το ελεγκτικό έργο της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, είναι νομικά αστήρικτη, παρερμηνεύοντας την ισχύουσα νομοθεσία και το άρθρο 19 παρ. 2 του Συντάγματος. Είναι προφανές ότι αποσκοπεί στον ευνουχισμό της Αρχής, όπως δυστυχώς είχαμε προβλέψει ότι θα συμβεί πριν από λίγες μέρες. Ο νομικός κόσμος θα αντιταχθεί σθεναρά στην αδιανόητη παρέμβαση του εισαγγελέα στη συνταγματικά και νομοθετικά κατοχυρωμένη αποστολή της ΑΔΑΕ, με την οποία εκδηλώνεται άλλο ένα εγχείρημα συγκάλυψης του σκανδάλου των παρακολουθήσεων».
Την ίδια ώρα ο Καθηγητής Πολιτειολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου, Δημήτρης Χριστόπουλος, υπογραμμίζει: «H γνωμοδότηση Ντογιάκου, με την οποία ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κηρύσσει αναρμόδια την ΑΔΑΕ να επιτελεί το εκ του νόμου και του Συντάγματος έργο της, είναι η πανηγυρική ένδειξη του πόσο βαριά άρρωστα είναι τα πράγματα στην ελληνική Δικαιοσύνη. Το πρόβλημα των προβλημάτων στην Ελλάδα είναι η Δικαιοσύνη. Ας το αποδεχθούμε, χωρίς περιστροφές. Ήρθε η στιγμή για μια γενναία μεταρρύθμισή της. Αυτό είναι το δυσκολότερο από τα δύσκολα που έπονται».
Ταυτόχρονα, ο αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ακρίτας Καϊδατζής, επισημαίνει: «Η γνωμοδότηση 1/2023 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου συνιστά απροκάλυπτη παρέμβαση στη λειτουργία συνταγματικά κατοχυρωμένης ανεξάρτητης αρχής. Ο εισαγγελέας μπορεί να γνωμοδοτεί για ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος, όχι όμως σε υποθέσεις για τις οποίες διενεργείται αρμοδίως έρευνα από δικαστήριο ή ανεξάρτητη αρχή. Η παρέμβαση σε εν εξελίξει έρευνα δεν είναι απλώς άκομψη, είναι θεσμικά σοκαριστική. Επί της ουσίας, η γνωμοδότηση συγχέει ανεπίτρεπτα δύο διαφορετικά πράγματα. Από τη μια, ο ν. 2225/1994 ορίζει τους όρους και τη διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών. Ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε προσφάτως με το ν. 5002/2022 που προέβλεψε ότι ο θιγόμενος από άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας δεν μπορεί να ενημερωθεί γι’ αυτήν πριν την πάροδο τριετίας από το πέρας της. Από την άλλη, ο ν. 3115/2003 ορίζει τις ελεγκτικές αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ η οποία έχει την εξουσία να διενεργεί οποτεδήποτε, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας, ελέγχους στην ΕΥΠ ή σε τηλεπικοινωνιακούς παρόχους, προκειμένου να διαπιστώσει αν τηρούν τη νομιμότητα. Ο νόμος αυτός σε τίποτε δεν τροποποιήθηκε από το ν. 5002/2022. Παρόλα αυτά, κατά την εξωφρενική άποψη που διατυπώνεται στη γνωμοδότηση, ο νέος νόμος δεν απαγορεύει μόνο την ενημέρωση των θιγόμενων, αλλά κατ’ αποτέλεσμα απαγορεύει και στην ΑΔΑΕ να ασκεί τις ελεγκτικές της αρμοδιότητες. Και κάτι τελευταίο: Η γνωμοδότηση δόθηκε μετά από ερώτημα όχι κάποιας δικαστικής ή διοικητικής αρχής, αλλά μεγάλης ιδιωτικής τηλεπικοινωνιακής επιχείρησης. Δηλαδή φορέα με επαρκέστατη νομική υπηρεσία, που δεν αναζητά νομική πληροφόρηση αλλά μια γνώμη με το κύρος του ανώτατου εισαγγελικού λειτουργού. Αυτή η ιδιότυπη ιδιωτικοποίηση της δικαστικής λειτουργίας μπορεί τυπικά να μην απαγορεύεται, είναι όμως σίγουρα θεσμικά άκομψη».
Παράλληλα, ο γνωστός δικηγόρος ΒασίληςΧειρδάρης που ειδικεύεται σε θέματα σχετικά με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), σημειώνει: «Η παρακολούθηση των τηλεπικοινωνιών των πολιτών είναι μια κατάσταση που αποδυναμώνει τα θεμέλια της Δημοκρατίας, βασικό στοιχείο της οποίας είναι η δυνατότητα της ελεύθερης και απρόσκοπτης ανάπτυξης της ιδιωτικής ζωής. Η οποιαδήποτε παρακολούθηση πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και να συνοδεύεται από αυστηρό και προβλέψιμο νομοθετικό πλαίσιο. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και το κράτος δικαίου απαιτούν τη δυνατότητα αυστηρού ελέγχου της οποιασδήποτε παρέμβασης στην ιδιωτική ζωή του ατόμου απ’ όπου κι αν προέρχεται. Η δυνατότητα της ΑΔΑΕ να ελέγχει αποτελεί καθήκον της πολιτείας και θεμελιώδες δικαίωμα των πολιτών. Η γνωμάτευση του ανώτατου Εισαγγελέως της χώρας εκτιμώ ότι ακυρώνει τον έλεγχο της ανεξαρτησίας της ΑΔΑΕ και αποδυναμώνει, ίσως άθελα, τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών».