-
Γράφει ο Γιώργος Πεταλωτής, πρώην Υπουργός, μέλος ΚΠΕ ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.
Το άρθρο 19 του Συντάγματος ορίζει το απόρρητο της επικοινωνίας ως απόλυτα απαραβίαστο ατομικό και κοινωνικό δικαίωμα. Ισχυρότατη προστασία προσφέρει και μια σειρά από υπερεθνικά νομοθετήματα, ιδίως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ο Καταστατικός Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών. Η αξία της αυτοτέλειας και της σπουδαιότητάς του ενισχύεται με την ένταξή του στη σφαίρα της προστασίας της ιδιωτικής ζωής και της ελευθερίας της έκφρασης, ενώ σαφώς αποτελεί μέρος των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την προστασία των οποίων εκδηλώνεται συνεχώς εντεινόμενη ανάγκη και μέριμνα προστασίας τους.
Αυτά, θεωρητικά και μάλλον αναμενόμενα αυτονόητα.
Η πρόσφατη επικαιρότητα, όμως, με την αποκάλυψη παρακολούθησης των τηλεφώνων του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Νίκου Ανδρουλάκη, και του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη, φέρνουν στο προσκήνιο το μείζον θέμα Ελευθερίας και Δημοκρατίας που προκύπτει από τις τυχαίες αυτές αποκαλύψεις. Την έκταση του φαινομένου, τον βαθμό συχνότητάς του, τις εγγυήσεις και τα όρια προστασίας από την όποια κρατική εμπλοκή, την ανοχή στην εγχώρια και διεθνή εμπορία συστημάτων παρακολούθησης. Και προεχόντως την ελαστικότητα των αντανακλαστικών της κοινωνίας στην κάμψη ενός σκληρού δικαιώματος που αφορά στον απλό και στοιχειώδη σεβασμό της προσωπικότητάς μας στην καθημερινή της έκφραση.
Εμείς, ως πολίτες, χωριστά και μέσα από θεσμοθετημένες μορφές, θα ανεχθούμε συνειδησιακά τη μετατροπή της προσωπικής μας επικοινωνίας σε σουρωτήρι, με τη βοήθεια του καθενός “θηρευτή”; Γνωρίζοντας ότι η εξέλιξη της τεχνολογίας και της πληροφορικής ματαιώνουν σχετικά εύκολα κάθε προστασία και ασφάλεια του απορρήτου μας, έχουμε δύο επιλογές: Ή αφηνόμαστε στο μοιραίο και αποδεχόμαστε αμαχητί τη λογική της ματαιότητας της απαίτησης του σεβασμού της ιδιωτικότητάς μας, ή απαιτούμε έλεγχο, διαφάνεια, λογοδοσία, μηδενική ανοχή, απόλυτο σεβασμό, επικαιροποίηση των προταγμάτων για ορισμό και τυποποίηση της ασφαλούς και σύγχρονης προστασίας απέναντι στις εξελιγμένες μορφές παρακολούθησης. Η λογική του “πάντα γίνονταν υποκλοπές” αποτελεί φθηνή πρόφαση αδράνειας, βολικής μοιρολατρείας, και πολλές φορές χρησιμοποείται για την προστασία της σκοτεινής πλευράς για συγκεκριμένους λόγους. Και ακριβώς, όταν η ευκολία των παραβιάσεων αυτών γίνεται ακόμη πιο άνετη και τεχνολογικά εφικτή, τότε πολύ περισσότερο απαιτείται η κάθετη και απόλυτη αυστηροποίηση των περιθωρίων ανοχής. Ακόμη και “η καλημέρα”, όταν υποκλέπτεται και “επισυνδέεται” παρά τη βούλησή μας και παρά τις νομοθετικές δικλείδες, έχει ως παραβίαση την ίδια βαρύτητα με την όποια απείρως βαρύτερη σε σημασία ιδιωτική συζήτηση.
Η ενθάρρυνση μιας συνεχούς δημόσιας συζήτησης για την προστασία των προσωπικών μας δεδομένων, δημιουργεί κουλτούρα λογοδοσίας. Η συμμετοχικότητα των πολιτών εξαναγκάζει σε νομοθέτηση ευθυνών και οδηγεί σε διαφάνεια. Η θεσμοθέτηση νέων και η ενίσχυση των υπαρχόντων μορφών ανεξάρτητων μηχανισμών ελέγχου και εξέτασης καταγγελιών, δημιουργεί εργαλεία προάσπισης των σχετικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, δίχως τις οποίες δεν υπάρχει Δημοκρατία, Δικαιοσύνη αλλά και ανάπτυξη.
Όταν, λοιπόν, η εύρεση θεσμικών αντίβαρων είναι το ζητούμενο προς ισοστάθμιση των δυνατοτήτων παραβιάσεων που παρέχονται σε μια εξαιρετικά προωθημένη τεχνολογικά εποχή, είναι πραγματικά ανεπίτρεπτο και πέραν παντός σχολιασμού η σημερινή Κυβέρνηση (όπως και οποιαδήποτε άλλη) να διορίζει στις πιο καίριες θέσεις πρόσωπα που αφήνουν μεγάλες σκιές με τη δράση τους. Αντί με τη θεσμική τους υπόσταση να λειτουργούν ως εγγυητές και θεματοφύλακες, ο Πρωθυπουργός τους ανέθεσε τις πιο ευαίσθητες θέσεις στον σκληρό πυρήνα του Κράτους, δημιουργώντας εύλογα ισχυρές αμφιβολίες για την ανάμειξή τους στις παρακολουθήσεις.
Και επειδή τα παραδείγματα επενεργούν πολύ περισσότερο από την όποια θεωρητική ανάλυση, η επιλογή της υπαγωγής της ΕΥΠ στο πρωθυπουργικό επιτελείο υπό τη διοίκηση μάλιστα προσώπου με αδύναμα προσόντα, υπήρξε εξ αρχής επιλογή χειραγώγησης και άμεσης καθοδήγησης αυτής της ευαίσθητης Υπηρεσίας.
Το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να αποτελεί πεδίο φθηνής αντιπαράθεσης από καμία πλευρά. Ακριβώς όμως επειδή είναι πολύ σοβαρό, δεν συγχωρείται και καμία υπαναχώρηση από κανέναν μας. Καμία αποσυμπίεση δεν μπορεί να λειτουργήσει ως τακτικός ελιγμός. Η Κυβέρνηση είχε δημιουργήσει συνθήκες απυρόβλητου, μη αντιλαμβανόμενη ότι η θέση στην πολιτική κορυφή δεν αναπτύσσεται γραμμικά. Αλλάζει εύκολα, ιδίως όταν αλαζονικά τη θεωρείς δεδομένη. Έχει συμβεί και το 2009.