Γράφει ο Αντιστράτηγος ε.α. Λάζαρος Καμπουρίδης*
Οι δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου R. T. Erdoğan την 06 Ιουλίου 2022 μετά από την τηλεφωνική συνομιλία του με τον Γάλλο Πρόεδρο Ε. Macron, προκάλεσαν συζητήσεις για τις πραγματικές προθέσεις της Τουρκίας για την προμήθεια-συμπαραγωγή του Αντιαεροπορικού – Αντιπυραυλικού Συστήματος Μακρού Βεληνεκούς SAMP-T της γαλλο-ιταλικής Κοινοπραξίας ΕUROSAM. Συγκεκριμένα ο Τούρκος Πρόεδρος ανέφερε ότι με τον Γάλλο ομόλογό του μεταξύ των άλλων μίλησαν και για την έναρξη προγράμματος το οποίο θα περιλαμβάνει τη μέγιστη συνεργασία για την ανάπτυξη και προμήθεια του συστήματος.
Το θέμα του τουρκικού ενδιαφέροντος για το σύστημα SAMP-T, ήρθε εκ νέου στην επιφάνεια τον περασμένο Μάρτιο κατά τη διάρκεια της Συνόδου G-20, με δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου ο οποίος μίλησε για σχετικές συνομιλίες με τον Γάλλο ομόλογό του και τον Ιταλό Πρωθυπουργό M. Draghi.
Ιστορικό της προμήθειας του συστήματος
Τέσσερα ήταν τα συστήματα που έλαβαν μέρος στον σχετικό διαγωνισμό τον Αύγουστο του 2013: το κινεζικό FD-2000, το αμερικανικό Patriot PAC-3, το γαλλο-ιταλικό SAMP-T και το ρωσικό S-300 PMU2. Τότε προκρίθηκε το κινεζικό σύστημα το οποίο μετά από συνεχείς διεργασίες και διαβουλεύσεις απορρίφθηκε από την Άγκυρα το επόμενο έτος μετά από τις αμερικανικές πιέσεις και παρά το γεγονός ότι η κινεζική πλευρά είχε υποσχεθεί και παράδοση τεχνογνωσίας, αφού στρατηγικός στόχος της Τουρκίας δεν αποτελεί η άμεση προμήθεια συστήματος αλλά η συμπαραγωγή και η μεταφορά τεχνολογίας. Την περίοδο 2014-2015 άρχισαν οι συζητήσεις της τουρκικής πλευράς με τη γαλλο-ιταλική κοινοπραξία για το σύστημα SAMP-T υπό δύο όρους: τη μεταφορά τεχνογνωσίας στις τουρκικές εταιρίες, και τη συμπαραγωγή. Η Άγκυρα δεν συζητούσε καθόλου το θέμα της άμεσης προμήθειας του συστήματος. Οι τρεις χώρες (Ιταλία, Γαλλία και Τουρκία), είχαν υπογράψει το 2017 κοινή “δήλωση προθέσεων” για την ενίσχυση συνεργασίας στην κοινή παραγωγή αντιαεροπορικού-αντιπυραυλικού συστήματος. Η Τουρκία το 2019 προχώρησε σε συμφωνία με τη Μόσχα για την προμήθεια του συστήματος S-400. Η σχετική συμφωνία αφορούσε την άμεση προμήθεια μιας συστοιχίας και μιας δεύτερης σε δεύτερο χρόνο με συνολικό κόστος 2,5 δισ. δολάρια. Αφού ολοκληρώθηκε η παράδοση της πρώτης παρτίδας, μετά από τις αμερικανικές αντιδράσεις και τις κυρώσεις με βάση τον Νόμο CAATSA, πάγωσε το θέμα της δεύτερης συστοιχίας, ενώ η πρώτη συστοιχία παραμένει ανενεργή στις εγκαταστάσεις της πρώην 4ης Αεροπορικής Βάσης ΑΚINCΙ έξω από την Άγκυρα. Οι σχετικές συνομιλίες με τη γαλλο-ιταλική Κοινοπραξία EUROSAM για συμπαραγωγή και μεταφορά τεχνογνωσίας επίσης τέθηκαν στο ράφι με αφορμή τις ευρωπαϊκές κυρώσεις προς την Τουρκία την περίοδο 2019-2020.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι γιατί η Άγκυρα επανέφερε τώρα το θέμα του συστήματος SAMP-Τ, καθώς και γιατί ο Τούρκος Πρόεδρος στην τελευταία συνομιλία του με τον Γάλλο ομόλογό του αναφέρθηκε σε ανάπτυξη και προμήθεια του συστήματος;
Πολιτικό παιγνίδι-εκβιασμός του Εrdoğan ή επιχειρησιακή ανάγκη της Τουρκίας;
Για να δοθούν σχετικές απαντήσεις θα πρέπει να έχουμε κατά νου δύο βασικά σημεία αναφοράς της τουρκικής στρατηγικής στο συγκεκριμένο θέμα:
- Η Άγκυρα δεν αποβλέπει στην άμεση προμήθεια Αντιαεροπορικού–Αντιπυραυλικού Συστήματος Μακρού Βεληνεκούς, αλλά σε συμπαραγωγή και εξασφάλιση τεχνογνωσίας.
- Η Τουρκία πάντα χρησιμοποιεί το θέμα της παραλαβής αμυντικού υλικού ως πολιτικό χαρτί-μοχλό πίεσης με σκοπό την εξασφάλιση πολιτικού οφέλους. Αυτό γίνεται φανερό από τον τρόπο με τον οποίο η Τουρκία απέρριψε το κινεζικό σύστημα και λίγα χρόνια μετά προμηθεύτηκε το ρωσικό S–400. Η ανάθεση στην κινεζική CPMIEC για το σύστημα FD-2000 είχε γίνει ως αντίδραση της Άγκυρας αμέσως μετά τα γεγονότα του Πάρκου Gezi όπου ο Τούρκος Πρόεδρος κατονόμασε ανοιχτά ως παράγοντα υποδαύλισης των γεγονότων την αμερικανική πλευρά. Επίσης, η προμήθεια του ρωσικού S-400 έγινε με καθαρά πολιτικά κριτήρια και σε αντίθεση προς τη στρατηγική της Άγκυρας για απόρριψη κάθε πρότασης που δεν περιείχε τον όρο της συμπαραγωγής–μεταφοράς τεχνογνωσίας. Στην τουρκική απόφαση της άμεσης προμήθειας του ρωσικού συστήματος χωρίς όρους συμπαραγωγής–μεταφοράς τεχνογνωσίας, πρυτάνευσε η εμβάθυνση των σχέσεων με τη Μόσχα και η εκπομπή μηνύματος προς τις ΗΠΑ, αφού ο Τούρκος Πρόεδρος θεώρησε υπεύθυνη και την αμερικανική πλευρά στην απόπειρα του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016 και στη μη έκδοση του ιμάμη Gülen.
Συμπεράσματα:
Είναι λάθος η συζητούμενη ανάγνωση των δηλώσεων του Τούρκου Προέδρου της 06 Ιουλίου μετά από την επικοινωνία με τον Γάλλο Πρόεδρο για άμεση προμήθεια από την Άγκυρα του SAMP-Τ, αφού συνεχίζουν να υφίστανται οι δύο τουρκικοί όροι της συμπαραγωγής και της μεταφοράς τεχνογνωσίας.
Η Άγκυρα επανήλθε στο θέμα της συμπαραγωγής του SAMP-Τ, για τους παρακάτω λόγους:
- Μετά τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη η Άγκυρα επιχειρεί να εκμεταλλευτεί το γενικό κλίμα της άρσης των κυρώσεων οι οποίες είχαν επιβληθεί “πετσοκομμένες” την περίοδο 2019-2020 στην Τουρκία.
- Η τουρκική πλευρά εκμεταλλευόμενη τη συγκυρία προσπαθεί να προσεγγίσει την ευρωπαϊκή πλευρά, αφού παρατήρησε ότι η ελληνική Διπλωματία την έχει επισκιάσει.
- Ο Τούρκος Πρόεδρος θέλει να περάσει ένα μήνυμα ότι εναρμονίζεται με τη Δύση, αφού θα προχωρήσει σε συνεργασία για την απόκτηση συστήματος που δύναται να εναρμονιστεί επιχειρησιακά με τα ΝΑΤΟϊκά συστήματα.
Εκτίμηση:
Εκτιμάται ότι δεν θα προχωρήσει στο μέλλον το θέμα της συμπαραγωγής–μεταφοράς τεχνογνωσίας με τη γαλλο-ιταλική Κοινοπραξία για το σύστημα SAMP-Τ, αφού η τουρκική πλευρά “υπερβαίνει τα εσκαμμένα” στο θέμα της απόκτησης της σχετικής τεχνογνωσίας – τεχνολογίας, κάτι που είχε διαβλέψει η γαλλική και η ιταλική πλευρά στο ξεκίνημα της συνεργασίας την περίοδο 2014-2015. Πρόκειται για ένα από τα “τρωτά σημεία” της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας, αυτό δηλαδή της απόκτησης κρίσιμων τεχνολογιών αιχμής για την κατασκευή μεγάλων οπλικών συστημάτων.