Περιοδεία στη Θεσσαλία, επίκεντρο των αγροτικών κινητοποιήσεων, πραγματοποίησε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Αλέξης Τσίπρας, ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση των αγροτών.
Η δικαιολογία ότι θα προκαλέσουν δημοσιονομικό εκτροχιασμό είναι μια δικαιολογία αστεία. Διότι αποτελεί επιλογή της κυβέρνησης να μην στηρίξει την κοινωνία που χειμάζεται. Δεν μπορεί να κάνεις 5 δισ., ίσως και παραπάνω, απ’ ευθείας αναθέσεις, να κόβεις τη 13η σύνταξη, να δίνεις 1,5 δισ. για την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, 7 δισ. για εξοπλισμούς, και την ίδια στιγμή να λες ότι δεν έχεις την οικονομική δυνατότητα να στηρίξεις την κοινωνία που χειμάζεται.
Καλώ τον πρωθυπουργό να σταματήσει την καθεστωτική πολιτική που προσπαθεί να κρύψει τη φωνή των ανθρώπων που αγωνίζονται και διεκδικούν. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν θα δει κανείς το τελευταίο διάστημα τις αγροτικές κινητοποιήσεις στους τηλεοπτικούς δέκτες. Και τον καλώ να συζητήσει μαζί τους όπως έκανα εγώ το 2016 στο Μαξίμου, αντί να στέλνει τα ΜΑΤ και να δίνει εντολή να κόβονται από τον δημόσιο διάλογο οι φωνές διαμαρτυρίας και οι διεκδικήσεις τους.
Σε μια δημοκρατική χώρα οι διεκδικήσεις και οι διαφορετικές φωνές δεν μπορεί να κόβονται, και στο τέλος δεν θα κοπούν. Διότι ο αγώνας των αγροτών και τα αιτήματά τους δεν αφορούν μόνο τους αγρότες. Αφορούν το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Και η κυβέρνηση πρέπει να ανταποκριθεί.
Είμαστε βέβαιοι ότι ανταπόκριση στα αιτήματα δεν θα υπάρξει. Μακάρι να υπάρξει στον διάλογο. Γι’ αυτό και έχουμε καταθέσει εδώ και καιρό στον δημόσιο διάλογο την πρότασή μας. Στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα, και όπου υπάρχουν πρέπει να λυθούν με την προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία».
«Θέλουν να αποφύγουν τη φωνή σας γιατί ταυτίζεται με κάθε νοικοκυριό και επιχείρηση»
Νωρίτερα, στη σύσκεψη που είχε με εκπροσώπους της Πανελλαδικής Επιτροπής Μπλόκων στο δημαρχείο του Δήμου Κιλελέρ, ο Αλ. Τσίπρας στηλίτευσε το γεγονός ότι «ένα πολύ σημαντικό μέρος του αγροτικού κόσμου κινητοποιείται για μία πολύ δύσκολη πραγματικότητα, αλλά δεν το έχει μάθει κανείς ότι υπάρχουν αυτές οι κινητοποιήσεις», χαρακτηρίζοντας «πρωτοφανή» τον «αποκλεισμό της φωνής του αγροτικού κόσμου από τη σφαίρα των Μέσων Ενημέρωσης».
Τόνισε πως «δεν έχει σημασία αν κανείς συμφωνεί ή διαφωνεί μαζί σας», υπογραμμίζοντας πως «είναι στοιχείο της Δημοκρατίας τα κόμματα και κυρίως η κυβέρνηση να ακούει τα αιτήματά σας, να τοποθετείται, να συμφωνεί ή να διαφωνεί και οι πολίτες να ενημερώνονται». Πρόσθεσε, δε, πως ο αποκλεισμός αυτός οφείλεται στο γεγονός ότι «τα αιτήματα που καταθέτετε, κυρίως αυτά που αφορούν στο υπερβολικό κόστος και το ενεργειακό, είναι ζητήματα που δεν αφορούν μόνο τις αγροτικές οικογένειες αλλά και τη μέση ελληνική οικογένεια, τη μέση επιχείρηση».
«Η δική σας φωνή ταυτίζεται, ίσως για πρώτη φορά, με τη φωνή αγωνίας σε κάθε ελληνικό νοικοκυριό και αυτό η κυβέρνηση θέλει να το αποφύγει», συνέχισε ο κ. Τσίπρας, σημειώνοντας πως «δεν είναι σχήμα λόγου ότι τα προβλήματά σας είναι πλέον υπαρξιακά, διότι ξέρω ότι οι λογαριασμοί του ρεύματος στο κόστος παραγωγής πραγματικά καθιστούν ζήτημα ύπαρξης το να υπάρξει μία διέξοδος». Αλλιώς, όπως πρόσθεσε, «δεν θα υπάρχει κανένα όφελος να μένετε στην ύπαιθρο και να σπέρνετε τα χωράφια σας. Και αυτό δεν είναι υπερβολή αλλά διαπίστωση».
Στο πλαίσιο αυτό, τόνισε πως θεώρησε υποχρέωσή του να ανταποκριθεί στο αίτημα των αγροτών για συνάντηση «θεωρώντας πως η θεσμική παρουσία μου εδώ ως αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν μπορούσε παρά να αναγκάσει μέρος των Μέσων Ενημέρωσης να αναδείξουν ότι υπάρχετε, διαμαρτύρεστε και αγωνιζόσαστε».
Έκανε λόγο για «συνθήκες καθεστώτος με αποκλεισμούς Μέσων από χρηματοδοτήσεις χωρίς κριτήρια, με διώξεις δημοσιογράφων και δικαστών», ενώ με αφορμή τη διαγραφή του Γ. Κύρτσου από τη ΝΔ, σημείωσε πως διεγράφη «επειδή έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου να γίνουμε όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, καθώς το ευρωπαϊκό δικαστήριο έχει συνδέσει τις χρηματοδοτήσεις με βάση τα δικαιώματα», που όπως είπε «δυστυχώς στην Ελλάδα είναι σε τέτοιες λογικές στοχοποίησης».
Μετά το Κιλελέρ ο Αλ. Τσίπρας μετέβη στην Αγιά όπου είχε συζήτηση με αγρότες, κτηνοτρόφους και επαγγελματίες της περιοχής.