Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Κυριακής (᾿Ιωάν. γ´ 13-17) προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού
Εἶπεν ὁ Κύριος· Οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὢν ἐν τῷ οὐρανῷ. Καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. Οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν Υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ᾿ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ.
Καθώς προετοιμαζόμαστε νά ἑορτάσουμε τήν μεγάλη ἑορτή τῆς Παγκοσμίου Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ, ἡ ὁποία κατά τήν λειτουργική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας φέρει τά ἴσα πρός τήν Ἁγία καί Μεγάλη Παρασκευή, τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας μᾶς ὑπενθυμίζει μία ἄλλη παράξενη ὕψωση πού εἶχε προηγηθεῖ καί εἶχε λάβει χώρα στή μέση τῆς ἐρήμου, αἰῶνες πρίν, κατά τήν ἔξοδο τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἀπό τήν δουλεία τῆς Αἰγύπτου. Τί εἶχε συμβεῖ; Οἱ Ἰουδαῖοι, μή μπορώντας νά περάσουν μέσα ἀπό τό βασίλειο τῆς Ἐδώμ, ἀναγκάστηκαν νά κάνουν κύκλο γιά νά τό παρακάμψουν, μέσα ἀπό περιοχή ἄνυδρη καί ἀπαράκλητη. Κατά τήν προσφιλῆ τους τακτική, ἄρχισαν πάλι τόν γογγυσμό ἐναντίον τοῦ Μωυσῆ καί ἐμμέσως ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Γιά τήν συμπεριφορά τους αὐτή ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά ἐμφανιστοῦν δηλητηριώδη φίδια, τά ὁποῖα πολλούς ὁδήγησαν στόν θάνατο. Ζήτησαν τό Θεῖο ἔλεος, καί τότε ὁ Θεός ἔδωσε ἐντολή στόν Μωυσῆ νά κατασκευάσει ἕνα χάλκινο ὁμοίωμα φιδιοῦ, νά τό τοποθετήσει ὁριζόντια σ΄ ἕναν στύλο, καί νά ὑψώσει τόν πρωτότυπο αὐτό σταυρό στή μέση τοῦ στρατοπέδου. Ὅποιος Ἰσραηλίτης δεχόταν δάγκωμα φιδιοῦ, τό μόνο πού εἶχε νά κάνει ἦταν νά κοιτάξει μέ πίστη στόν Θεό, τό ὑψωμένο χάλκινο φίδι, γιά νά σωθεῖ καί νά ἐπιβιώσει ἀπό τό θανατηφόρο δάγκωμα.
Ὁ Σταυρός που θά ὑψωθεῖ στήν μεθαυριανή ἑορτή, θά εἶναι χωρίς τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, θά ὑψωθεῖ ὁ Σταυρός μόνος του χωρίς τόν Ἐσταυρωμένο. Αὐτό γιά λόγους ἱστορικούς, ἐπειδή ἔτσι ὑψώθηκε ὅταν βρέθηκε ἀπό τήν Αγία Ἑλένη, ἤ ὅταν ἀνακτήθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Ἡράκλειο μετά τήν μόνη γνήσια σταυροφορία που γνώρισε ἡ ἱστορία ἐνάντιον τῶν Περσῶν που τόν εἶχαν ἁρπάξει. Ὁ Σταυρός λοιπόν ὑψώνεται κενός, γιατί Ἐκεῖνος πού ἔπαθε ἐπάνω του ἀνέστη. Ὁ Σταυρός δέν ὑπάρχει καί δέν τιμᾶται ὡς ὂργανο θανάτου, ἀλλά ὡς σύμβολο τῆς Ἀνάστασης. Καί ἡ δύναμή του δέν ὀφείλεται μόνο στό ὅτι ἐπάνω του ἔχυσε τό αἷμα Του ὁ Σωτήρας μας, ἀλλά κυρίως στό ὅτι ἐπάνω του ἀποδείχτηκε κυρίαρχος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, τόσο ὅταν αὐτεξουσίως παρέδιδε τό πνεῦμα του, ὅσο καί ὅταν μόνος του, μέ τήν Ἀνάστασή Του, ἀνέτρεπε τά ἀποτελέσματα τοῦ θανάτου, διασφαλίζοντάς μας τήν ἐλευθερία, τήν σωτηρία, τήν Ἁγιότητα.