
Το Μήνυμα της Κυριακής: «Οι Κλητοί και οι Εκλεκτοί» – της Ι.Μ. Μαρωνείας & Κομοτηνής.
Στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ περιγράφεται σὰν ἕνα μεγάλο συμπόσιο στὸ ὁποῖο καλοῦνται νὰ λάβουν μέρος ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ἐν τούτοις, οἱ καλεσμένοι δὲν ἀνταποκρίνονται στὴν πρόσκληση, προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες, παρμένες ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ζωή. Τὸ χωράφι, τὰ πέντε ζεύγη βοδιῶν, ὁ γάμος, εἶναι τρεῖς ἀπὸ τὶς πολλὲς πιθανὲς περιπτώσεις καί δικαιολογίες προερχόμενες ἀπό τήν ἄψυχη φύση, ἀπό τό ζωϊκό βασίλειο καί τήν ἀνθρώπινη ζωή, ποὺ μποροῦν νὰ κρατήσουν τὸν ἄνθρωπο μακρυὰ ἀπὸ τὸ Θεῖο προσκλητήριο, ἀπό τή συμμετοχή του στό μεγάλο συμπόσιο.
Αὐτά πού ἔδωσε ὁ Θεός σάν δῶρα στόν ἄνθρωπο, ἐμποδίζουν τήν ἀνταπόκρισή του στό Θεῖο προσκλητήριο!
Αὐτὸ συμβαίνει ὅταν δὲν γίνεται σωστὴ ἱεράρχηση στὰ ἀγαθὰ ἢ στὶς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς. Ὅλα τὰ πράγματα ἔχουν τὴ θέση τους καὶ ὅλα τὰ ἔδωσε ὁ Θεὸς μὲ σκοπὸ ὄχι νὰ τὰ ὑποτιμοῦμε, νὰ τὰ φθείρουμε, νὰ τὰ ἐκμηδενίζουμε, οὔτε ὅμως καὶ νὰ τὰ κάνουμε ἀπολύτους κυριάρχους, σὲ τρόπο ὥστε νὰ γίνουμε δοῦλοι σ” αὐτὰ, ἄλλα τὰ πάντα δόθηκαν γιὰ νὰ βρίσκουν τὴ σωστή τους τοποθέτηση, ἱεραρχημένα σὲ σχέση πρὸς τὸν Θεό.
Τό χωράφι, τά ζεύγη βοδιῶν, ὁ γάμος, εἶναι τρεῖς ἀπό τίς πολλές πιθανές περιπτώσεις πού μποροῦν νά κρατήσουν τόν ἄνθρωπο μακρυά ἀπό τό Θεῖο προσκλητήριο. Θὰ μποροῦσε νὰ προσθέσει κανεὶς καὶ ἄλλες παρόμοιες ἀσχολίες παρμένες ἀπό τήν καθημερινότητα: τὸ ἐργοστάσιο, τὰ μηχανήματα, τὸ αὐτοκίνητο, τὶς ἐπαγγελματικὲς ἀσχολίες. Ὅλα αὐτὰ δημιουργοῦν στὸν ἄνθρωπο τὴν ἐντύπωση ὅτι εἶναι αὐτάρκης καὶ παντοδύναμος, κι ἔτσι ἀρνεῖται τὴ συμμετοχή του στὸ τραπέζι τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀρνεῖται εἴτε μὲ τὴν ἀδιαφορία του εἴτε μὲ τὴν ἐπιθετικὴ στάση του εἴτε μὲ τὴν εἰρωνική του διάθεση.
Το τραπέζι τῆς Θείας ἀγάπης εἶναι ἕτοιμο, ὁ Θεός στέλνει τούς δούλους του, τούς ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου νά καλέσουν τούς ἀνθρώπους γιά νά προσέλθουν καί νά γευθοῦν τά ἀγαθά τά ἄφθαρτα, νά κοινωνήσουν τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἄρνηση τῶν καλεσμένων ὅμως δέν σημαίνει καί τή ματαίωση τοῦ μεγάλου δείπνου. Τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ πραγματοποιεῖται μέσα στόν κόσμο, μέσα στήν ἱστορία, παρά τίς ἀρνήσεις τῶν ἀνθρώπων. Ὅσοι ἀρνοῦνται, δέν ματαιώνουν τό ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἀπλῶς ἀποκλείουν τόν ἑαυτό τους ἀπό τήν χαρά τῆς σωτηρίας.
Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Κυριακής ΙΑ΄ Λουκά (Λουκ. ιδ΄ 16-24) – Η παραβολή του μεγάλου δείπνου
Εἶπεν ὁ Κύριος την παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς· καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα. Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες.Ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. Καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. Καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν. Καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε. Καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. Καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου. Λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου. Πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.
Απόδοση στη νεοελληνική
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν ἑξῆς παραβολή· κάποιος ἤθελε νὰ παραθέσῃ μεγάλο δεῖπνον καὶ ἐκάλεσε πολλούς· καὶ ἔστειλε τὸν δοῦλον του κατὰ τὴν ὥραν τοῦ δείπνου νὰ πῇ εἰς τοὺς καλεσμένους· Ἐλᾶτε, διότι ὅλα εἶναι πιὰ ἔτοιμα. Ἀλλ’ ἄρχισαν διὰ μιᾶς ὅλοι νὰ δικαιολογοῦνται. Ὁ πρῶτος τοῦ εἶπε· Ἀγόρασα κάποιο χωράφι καὶ πρέπει νὰ πάω νὰ τὸ ἰδῶ· σὲ παρακαλῶ, θεώρησέ με δικαιολογημένον. Ἄλλος εἶπε· Ἀγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια καὶ πηγαίνω νὰ τὰ δοκιμάσω· σὲ παρακαλῶ, θεώρησέ με δικαιολογημένον. Ἄλλος εἶπε· Ἐνυμφεύθηκα γυναῖκα καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ ἔλθω. Καὶ ἦλθε ὁ δοῦλος καὶ τὰ εἶπε αὐτὰ εἰς τὸν κύριόν του. Τότε οργίσθηκε ὁ οἰκοδεσπότης καὶ εἶπε εἰς τὸν δοῦλον του· Ἔβγα γρήγορα στὶς πλατεῖες καὶ τοὺς δρόμους τῆς πόλεως καὶ φέρε ἐδῶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλούς. Καὶ εἶπε ὁ δοῦλος· Κύριε, ἔγινε ἐκεῖνο ποὺ διέταξες καὶ ὑπάρχει ἀκόμη χῶρος. Καὶ εἶπε ὁ κύριος εἰς τὸν δοῦλον· Ἔβγα εἰς τοὺς δρόμους καὶ εἰς τοὺς περιφραγμένους τόπους καὶ ἀνάγκασέ τους νὰ μποῦν, διὰ νὰ γεμίσῃ τὸ σπίτι μου. Διότι σᾶς λέγω, ὅτι κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους, ποὺ εἶχαν προσκληθῆ, δὲν θὰ γευθῇ τὸ δεῖπνον μου. Διότι πολλοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι, λίγοι ὅμως εἶναι οἱ ἐκλεκτοί.