Σημείωμα του Συλλόγου Λογιστών Ροδόπης.
Γνωρίζετε ότι…
Πρόσφατα ολοκληρώθηκε μία από τις μεγαλύτερες εξυγιάνσεις επιχειρήσεων στα χρονικά της ελληνικής αγοράς, με την ουσιώδη συμμετοχή των πιστωτριών τραπεζών και των προμηθευτών της εταιρείας. Τα σημαντικά κοινωνικά και οικονομικά οφέλη της συγκεκριμένης συμφωνίας είναι προφανή, ωστόσο όχι δίχως παράπλευρες συνέπειες, μία εκ των οποίων ήταν η διαγραφή του 50% των απαιτήσεων των προμηθευτών της επιχείρησης.
Η διαγραφή του 50% των απαιτήσεων περιλαμβάνει και μια αφανή «λεπτομέρεια», ότι καταλαμβάνει και τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας τον οποίο οι προμηθευτές απέδωσαν στο Δημόσιο, χωρίς όμως να τον έχουν εισπράξει από τον πελάτη τους. Με την επικύρωση από το δικαστήριο της συμφωνίας εξυγίανσης, οριστικοποιήθηκε ότι το 50% του φόρου που αποδόθηκε θα παραμείνει ανείσπρακτος. Σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων το συνολικό ποσό του ΦΠΑ που «κουρεύτηκε» ανέρχεται σε 70 εκατομμύρια ευρώ.
Η νομοθεσία περί ΦΠΑ, που θεσπίστηκε με κοινοτική Οδηγία, καθιστά τις επιχειρήσεις «εισπράκτορες» αυτού του φόρου, και επιβαρύνει τον τελικό καταναλωτή. Δεν επηρεάζει τα έσοδα και τα έξοδά τους, είναι συνεπώς φόρος «ουδέτερος». Με απλά λόγια, με εξαίρεση τις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν δραστηριότητες απαλλασσόμενες του ΦΠΑ (π.χ. τραπεζικές και ασφαλιστικές εργασίες, υπηρεσίες εκπαίδευσης, ιατρικές υπηρεσίες κ.λπ.), ο ΦΠΑ δεν είναι αποτελεί δαπάνη για μία επιχείρηση.
Προκειμένου ο ΦΠΑ να είναι πράγματι ουδέτερος για μία επιχείρηση που πραγματοποιεί δραστηριότητες υποκείμενες σε ΦΠΑ, απαιτείται να διασφαλίζεται η ακρίβεια των εκπιπτόμενων ποσών σε κάθε περίπτωση, δηλαδή η επιχείρηση να μην υποχρεούται τελικά να αποδώσει στο Δημόσιο ΦΠΑ που δεν εισέπραξε ή που κατέστη ανεπίδεκτος εισπράξεως. Η αρχή αυτή εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση όταν τελικώς δεν καταβάλλεται το τίμημα από τον αντισυμβαλλόμενο, λόγω πτώχευσης του ή λόγω διαγραφής τμήματος της οφειλής υπό προϋποθέσεις (δικαστική απόφαση προς εξυγίανση του αντισυμβαλλομένου, παρέλευση 12μήνου από την τιμολόγηση κλπ).
Χώρες όπως η Κύπρος, η Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Λιθουανία, η Λετονία η Πολωνία κ.λπ. προβλέπουν ότι ο προς απόδοση ΦΠΑ που δεν έχει εισπραχθεί μπορεί να μειωθεί ακόμα και σε περίπτωση που δεν έχει επέλθει πτώχευση του αντισυμβαλλομένου, εφόσον μεσολαβήσει ένα ελάχιστο διάστημα όπου το χρέος παραμένει ανείσπρακτο (bad-debt relief).
Στην Ελλάδα, ο Πτωχευτικός Κώδικας επιτρέπει σε επιχειρήσεις που δεν μπορούν πλέον να εξυπηρετήσουν τις οφειλές τους να συμφωνούν με τους πιστωτές τους (ή τουλάχιστον τους κυριότερους πιστωτές) τη μείωση των οφειλών κατά τρόπο που να δεσμεύει, κατόπιν δικαστικής απόφασης, ακόμη και τρίτους που δεν ήταν σύμφωνοι με την διαδικασία. Το περιβόητο «άρθρο 99» αλλά και το «άρθρο 106β» του Πτωχευτικού Κώδικα έχουν εφαρμοστεί από την έναρξη της οικονομικής κρίσης σε περισσότερες από 2.000 επιχειρήσεις. Παρά τη σημασία των συγκεκριμένων διατάξεων για την εθνική οικονομία, δεν έχει δοθεί η απαιτούμενη προσοχή από τον έλληνα νομοθέτη στην παραπάνω παράμετρο του ΦΠΑ των αξιώσεων που διαγράφονται. Ο Κώδικας ΦΠΑ επιτρέπει τη μείωση του οφειλόμενου ΦΠΑ (λόγω μη είσπραξής του) μόνο στην περίπτωση της ειδικής εκκαθάρισης του Πτωχευτικού Κώδικα. Όπως και αν έχει, από το Δεκέμβριο του 2016, και αυτός ο θεσμός της ειδικής εκκαθάρισης καταργήθηκε. Η πρόβλεψη του Κώδικα ΦΠΑ αποτελεί πλέον γράμμα κενό.
Η ευρωπαϊκή νομοθεσία για τον ΦΠΑ προβλέπει ως κανόνα ότι o ΦΠΑ που πρέπει να αποδοθεί στο Δημόσιο μειώνεται σε περίπτωση μη καταβολής του τιμήματος, αλλά και στις περιπτώσεις ακύρωσης, καταγγελίας ή λύσης της σύμβασης, ή μείωσης της τιμής, που επέρχεται μετά την πραγματοποίηση της πράξης. Επιπλέον, η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πολύ αυστηρή σε σχέση με τη δυνατότητα των κρατών-μελών να περιορίζουν την υποχρέωση του κράτους να μειώνει τη βάση επιβολής του ΦΠΑ στις παραπάνω περιπτώσεις.
Ερμηνεύοντας την ελληνική νομοθεσία επί του θέματος, η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων διευκρίνισε με πρόσφατη εγκύκλιο ότι το ποσό των οφειλών που διαγράφεται λόγω εξυγίανσης και αντιστοιχεί στον ΦΠΑ θα μειώνει τα κέρδη της επιχείρησης ως διαγραφείσα απαίτηση. Δηλαδή, ο ΦΠΑ που δεν εισπράχθηκε θα αντιμετωπίζεται ως κόστος, κατά παράβαση της αρχής της ουδετερότητας του συγκεκριμένου φόρου που προβλέπει το ευρωπαϊκό δίκαιο.
Κατά τη γνώμη μας, τo ζήτημα πρέπει να διευθετηθεί με νομοθετική ρύθμιση, γεγονός που θα αποκαθιστούσε όχι μόνο τη συμμόρφωση της Ελλάδας με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, αλλά κυρίως την ρευστότητα των επιχειρήσεων που επλήγησαν και θα τόνωνε σημαντικά την οικονομία και την αποδοτικότητα του ίδιου του θεσμού της εξυγίανσης. Εάν αυτό δεν συμβεί, οι ίδιες οι εταιρείες που υπέστησαν τη διαγραφή αυτού του ΦΠΑ που απέδωσαν χωρίς ποτέ να εισπράξουν μπορούν να προβούν σε διαδικαστικές ενέργειες προκειμένου να αποδείξουν την εσφαλμένη μεταφορά της ευρωπαϊκής Οδηγίας στην ελληνική νομοθεσία.
Μέριμνα της διοίκησης, αλλά και των δικαστηρίων πρέπει να είναι η διασφάλιση της ουδετερότητας του ΦΠΑ για την επιχειρηματικότητα, είτε αυτό αφορά στην επιτάχυνση επιστροφής πιστωτικών ποσών του φόρου, είτε σε περιπτώσεις όπως αυτή που περιγράψαμε. Η διαφύλαξη της ουδετερότητας του ΦΠΑ είναι ικανή σε κάποιο βαθμό να διασώσει την επιχειρηματικότητα, η οποία τόσο έχει πληγεί την εποχή της κρίσης.
*φωτό: ο πρόεδρος του συλλόγου λογιστών Ροδόπης Θόδωρος Σαββάκης.