– Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Μαρωνείας & Κομοτηνής, κ.κ. Παντελεήμονος.
Το βασικό ερώτημα που έθεσε αμυνόμενος ο νομικός στον Χριστό στη σημερινή Ευαγγελική περικοπή, ήταν: «Και τίς εστί μου πλησίον;»· Ο Κύριος όμως, με την παραβολή του καλού Σαμαρείτη, τοποθετεί την ερώτηση σ’ ένα διαφορετικό πλαίσιο. Το ερώτημα του συνομιλητού του ήταν ποιός πρέπει να θεωρείται «πλησίον».
Ο Χριστός, μετά την παραβολή ρωτά ποιός ενήργησε ως πλησίον· στρέφει δηλαδή την προσοχή στο υποκείμενο της αγάπης· «Τὶς ουν τούτων των τριών πλησίον δοκεί σοὶ γεγονέναι…». Το «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» ήταν μία εντολή του Μωσαϊκού Νόμου για τους Ιουδαίους. Το κρίσιμο όμως σημείο στο οποίο υπήρχαν πολλές συζητήσεις, ήταν ποιός πρέπει να θεωρείται πλησίον.
Σύμφωνα με τον ιουδαϊκό Νόμο η έννοια του πλησίον ήταν συχνά συγκεχυμένη και περιορισμένη. Μερικοί νομοδιδάσκαλοι υποστήριζαν ότι είναι παράνομο να βοηθήσεις μία εθνική γυναίκα στην οδύνη του τοκετού, διότι επρόκειτο να γεννηθή ένας άλλος εθνικός. Για τους Φαρισαίους, ο απλός, αγράμματος λαός, δεν εθεωρείτο «πλησίον». Οι Εσσαίοι, πάλι, έβλεπαν ως πλησίον μόνον όσους ανήκαν στην κοινότητά τους και κήρυτταν το μίσος κατά παντός «υιού του σκότους».
Ο Κύριος, με την παραβολή που διηγείται, ελευθερώνει την έννοια του πλησίον από συναρτήσεις γεωγραφικές, φυλετικές, θρησκευτικές.
Ο Ιουδαίος νομικός ζητά τα όρια της έννοιας του πλησίον, και ο Χριστός τονίζει ότι δεν υπάρχουν όρια στο χρέος της αγάπης. Ο Κύριος θέτει έμμεσα ένα ακόμη αμείλικτο ερώτημα: Ποιός έχει την ευαισθησία να κατανοεί καλύτερα το θέλημα του Θεού, να ανακαλύπτει το βαθύτερο νόημα της εντολής περί αγάπης του πλησίον; Ποιός τελικά τηρεί τον Νόμο; Αυτοί που ασχολούνται επισήμως με το λειτουργικό και θρησκευτικό τυπικό, οι ιερείς και λευίται, ή ένας ξένος, έξω από την ορθόδοξη ιουδαϊκή παρεμβολή, όπως ο Σαμαρείτης, που βλέπει με καθαρό μάτι και αυθόρμητη καρδιά τον συνάνθρωπό του, χωρίς θρησκευτικές και φυλετικές προκαταλήψεις; Δεν είναι αυτός που ανταποκρίνεται έμπρακτα στις ανάγκες του άγνωστου και ανώνυμου πλησίον;
Πλησίον είναι ο κάθε άνθρωπος που βρίσκεται σε ανάγκη, αδιακρίτως έθνους, φυλής, θρησκευτικού πιστεύω, κοινωνικής τάξεως.
Εκείνο που βαρύνει είναι ο άνθρωπος ως εικόνα Θεού. Αυτό που διδάσκεται κανείς από τη σημερινή Ευαγγελική περικοπή, είναι πως η αγάπη αρχίζει με μια συμμετοχή προσωπική, ενεργητική· δεν είναι ένα απλό, ευγενικό, αόριστο συναίσθημα· είναι ελεύθερη από αναζήτηση ανταλλαγμάτων, ελεύθερη από τον βραχνά της αναγνωρίσεως.
Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Κυριακής Η΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ: ι΄ 25–37) – Η παραβολή του καλού Σαμαρείτου
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νομικός τις ποσῆλθεν τῷ ᾿Ιησοῦ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. Ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; Ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. Κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. Ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅτι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. Τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; Ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
Απόδοση στη νεοελληνική
Τον καιρό ἐκείνο, προσῆλθε ἕνας νομικὸς στον ᾿Ιησοῦ καὶ τοῦ εἶπε· διδάσκαλε, τί νὰ κάνω διὰ νὰ κληρονομήσω ζωὴν αἰώνιον; Αὐτὸς δὲ τοῦ εἶπε· εἰς τὸν νόμον τί εἶναι γραμμένον; Τί διαβάζεις; Ἐκεῖνος ἀπεκρίθη· Νὰ ἀγαπήσῃς Κύριον τὸν Θεόν σου μὲ ὅλην τὴν καρδιά σου καὶ μὲ ὅλην τὴν ψυχήν σου καὶ μὲ ὅλην τὴν δύναμίν σου καὶ μὲ ὅλην τὴν διάνοιάν σου καὶ τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτόν σου. Ὀρθὰ ἀποκρίθηκες, εἶπε ὁ Ἰησοῦς· κάνε αὐτὸ καὶ θὰ ζήσῃς. Ἐκεῖνος ὅμως ἤθελε νὰ δικαιώσῃ τὸν ἑαυτόν του καὶ εἶπε εἰς τὸν Ἰησοῦν· καὶ ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον μου; Ὁ Ἰησοῦς ἀπήντησε· κάποιος κατέβαινε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ εἰς τὴν Ἱεριχὼ καὶ ἔπεσε σὲ ληστὰς, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τὸν ἔγδυσαν καὶ τὸν ἐτραυμάτισαν, ἔφυγαν καὶ τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένον. Κατὰ σύμπτωσιν ἕνας ἱερεὺς κατέβαινε εἰς τὸν δρόμον ἐκεῖνον ἀλλ’ ὅταν τὸν εἶδε, ἐπέρασε ἀπὸ τὸ ἀπέναντι μέρος. Ὁμοίως καὶ ἕνας Λευΐτης, ὅταν ἔφθασε εἰς τὸν τόπον καὶ τὸν εἶδε, ἐπέρασε ἀπὸ τὸ ἀπέναντι μέρος. Ἕνας ὅμως Σαμαρείτης, ἐνῷ ἐβάδιζε, ἔφθασε κοντά του καὶ ὅταν τὸν εἶδε, τὸν σπλαγχνίσθηκε. Τὸν ἐπλησίασε, ἔδεσε τὰ τραύματά του, ἀφοῦ τὰ ἄλειψε μὲ λάδι καὶ κρασί, τὸν ἀνέβασε εἰς τὸ δικό του ζῶον καὶ τὸν ἔφερε εἰς ἕνα ξενοδοχεῖο καὶ τὸν περιποιήθηκε. Ὅταν ἔφυγε, τὴν ἑπομένην ἡμέραν, ἔβγαλε δύο δηνάρια καὶ τὰ ἔδωκε εἰς τὸν ξενοδόχον καὶ τοῦ εἶπε· περιποιήσου τον καὶ ὅ,τι δήποτε δαπανήσῃς ἐπὶ πλέον, ἐγὼ θὰ σοῦ τὸ ἀποδώσω ὅταν ἐπιστρέψω. Ἀπὸ τοὺς τρεῖς αὐτοὺς ποιὸς σοῦ φαίνεται ὅτι ἔγινε πλησίον εἰς ἐκεῖνον ποὺ ἔπεσε εἰς τοὺς ληστάς; Ἐκεῖνος δὲ εἶπε· Αὐτὸς ποὺ τοῦ ἔδειξε τὴν εὐσπλαγχνίαν. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε· πήγαινε καὶ κάνε καὶ σὺ τὸ ἴδιο.