Γ΄ Ματθαίου (στ´ 22-33)
Εἶπεν ὁ Κύριος· ῾Ο λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται· ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. Εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον; Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται, καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ. Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τὶ φάγητε καὶ τὶ πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τὶ ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος; ᾿Εμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ἡμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν; Τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; Καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι; Μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί περιβαλώμεθα; πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.
Εἶπε ὁ Κύριος· Τὸ λυχνάρι τοῦ σώματος εἶναι τὰ μάτια. ῍Αν λοιπὸν τὰ μάτια σου εἶναι γερά, ὅλο τὸ σῶμα σου θὰ εἶναι στὸ φῶς. ῍Αν ὅμως τὰ μάτια σου εἶναι χαλασμένα, ὅλο τὸ σῶμα σου θὰ εἶναι στὸ σκοτάδι. Κι ἂν τὸ φῶς ποὺ ἔχεις, μεταβληθεῖ σὲ σκοτάδι, σκέψου πόσο θά ᾿ναι τὸ σκοτάδι! Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι δοῦλος σὲ δύο κυρίους· γιατὶ ἢ θὰ μισήσει τὸν ἕνα καὶ θὰ ἀγαπήσει τὸν ἄλλο, ἢ θὰ στηριχτεῖ στὸν ἕνα καὶ θὰ περιφρονήσει τὸν ἄλλο. Δὲν μπορεῖτε νὰ εἶστε δοῦλοι καὶ στὸν Θεὸ καὶ στὸ χρῆμα. Γι᾿ αὐτό, λοιπόν, σᾶς λέω· Μὴ μεριμνᾶτε γιὰ τὴ ζωή σας, τί θὰ φᾶτε καὶ τί θὰ πιεῖτε οὔτε γιὰ τὸ σῶμα σας, τί θὰ ντυθεῖτε. ῾Η ζωὴ δὲν εἶναι σπουδαιότερη ἀπὸ τὴν τροφή; Καὶ τὸ σῶμα δὲν εἶναι σπουδαιότερο ἀπὸ τὸ ντύσιμο; Κοιτάξτε τὰ πουλιὰ ποὺ δὲν σπέρνουν οὔτε θερίζουν οὔτε συνάζουν ἀγαθὰ σὲ ἀποθῆκες, κι ὅμως ὁ οὐράνιος Πατέρας σας τὰ τρέφει· ἐσεῖς δὲν ἀξίζετε πολὺ περισσότερο ἀπ᾿ αὐτά; Κι ἔπειτα, ποιὸς ἀπὸ σᾶς μπορεῖ μὲ τὸ ἄγχος του νὰ προσθέσει ἕναν πῆχυ στὸ ἀνάστημά του; Καὶ γιατί τόσο ἄγχος γιὰ τὸ ντύσιμό σας; ῍Ας σᾶς διδάξουν τὰ ἀγριόκρινα πῶς μεγαλώνουν· δὲν κοπιάζουν οὔτε γνέθουν· κι ὅμως σᾶς βεβαιώνω πὼς οὔτε ὁ Σολομὼν σ᾿ ὅλη του τὴ μεγαλοπρέπεια δὲν ντυνόταν ὅπως ἕνα ἀπὸ αὐτά. ῍Αν ὅμως ὁ Θεὸς ντύνει ἔτσι τὸ ἀγριόχορτο, ποὺ σήμερα ὑπάρχει κι αὔριο θὰ τὸ ρίξουν στὴ φωτιά, δὲν θὰ φροντίσει πολὺ περισσότερο γιὰ σᾶς, ὀλιγόπιστοι; Μὴν ἔχετε, λοιπόν, ἄγχος καὶ μὴν ἀρχίσετε νὰ λέτε· τί θὰ φᾶμε; ἤ· τί θὰ πιοῦμε; ἤ· τί θὰ ντυθοῦμε; γιατί, γιὰ ὅλα αὐτὰ ἀγωνιοῦν ὅσοι δὲν ἐμπιστεύονται τὸν Θεό· ὁ οὐράνιος ὅμως Πατέρας σας ξέρει καλὰ ὅτι ἔχετε ἀνάγκη ἀπ᾿ ὅλα αὐτά. Γι᾿ αὐτὸ πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα νὰ ἐπιζητεῖτε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐπικράτηση τοῦ θελήματός του, κι ὅλα αὐτὰ θὰ ἀκολουθήσουν.
Το Μήνυμα της Κυριακής από την Ι.Μ. Μαρωνείας & Κομοτηνής
Ἀνάγκες ποικίλες πιέζουν τὸν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς. Καὶ ἡ μέριμνα γιὰ τὸ αὔριο ἀποτελεῖ συνήθως τρόπο ζωῆς. Δὲν ταλαιπωρεῖ μόνο τοὺς οἰκονομικὰ ἀδύνατους∙ ταράζει καὶ τοὺς εὐκατάστατους. Αὐτοὶ δὲν ἀνησυχοῦν γιὰ τὸ καθηνερινό τους τραπέζι, ἀλλὰ ταλαιπωροῦνται ἀπὸ ἄλλες ἀπαιτήσεις πού ἡ καταναλωτική κοινωνία ἀδιάκοπα πολλαπλασιάζει. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀγχώδη μέριμνα ζητεῖ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ὁ Χριστός, λέγοντας: «Μὴ μεριμνᾶτε», μήν ἀνησυχεῖτε, οὔτε καί γιά τά πιό ἄμεσα καί ἀπαραίτητα. Μὴν ἀφήνετε νὰ σᾶς τυραννοῦν ἀγωνιώδεις σκέψεις, σπᾶστε τά δεσμά τῆς ἀνησυχίας μέ τήν ἐμπιστοσύνη πρός τόν Θεό. Καί γιά νά μήν ἀφήσει περιθώρια γιά ἀμφιβολίες καί ἀμφισβήτηση ὁ Κύριος ἀναπτύσσει τό μήνυμα Του σέ μιά σειρά συλλογισμῶν, λέγοντας: «Δὲν ἀξίζει ἡ ζωὴ περισσότερο ἀπὸ τὴν τροφή, καὶ τὸ σῶμα ἀπὸ τὸ ἔνδυμα;» Ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς ἔδωσε τὸ δῶρο τῆς ζωῆς, δὲ θὰ μεριμνήσει καὶ τὴ συντήρησή του; Ὁ δεύτερος συλλογισμός στρέφει τήν προσοχή στό ἄμεσο περιβάλλον στή φύση. Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἐκδηλώνεται γιὰ ὅλα τὰ δημιουργήματα, ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ πιὸ ἀσήμαντα. Τά πουλιά πού πετοῦν ἐλεύθερα στόν οὐρανό τά κρινολούλουδα πού ντυμένα μέ χαρούμενα χρώματα λικνίζονται στήν αὐρα τού κάμπου. Πόσο περισσότερο δέν θα φροντίσει γιά ἐμᾶς ὁ Θεός; Ἄλλωστε τί βγαίνει μέ τήν ἐναγώνια φροντίδα; Τί οὐσιαστική ἀλλαγή στή ροή τῶν γεγονότων μπορεῖ νά ἐπιτύχει ὁ ἄνθρωπος ἁπλῶς μέ τή βιοτική μέριμνα; Ἡ ἀνησυχία αὐτή εἶναι ἀτελέσφορη. Ζῆστε λοιπόν γαλήνια, λυτρωθεῖτε ἀπό τό σκυθρωπό, γεμάτο σκοτοῦρες ὕφος. Χαμογελᾶστε ἀβίαστα στήν κάθε μέρα. Ἀφεθῆτε μέ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Ἡ ἐμπιστοσύνη ὅμως στὸ Θεὸ δὲ σημαίνει ἀδιαφορία τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὰ βιοτικά. Τὸ «μὴ μεριμνᾶτε» τοῦ Χριστοῦ δὲ σημαίνει «μὴ ἐργάζεσθε». Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἐπί πολύ διάστημα ἐργάστηκε χειρωνακτικά. Ὁ Κύριος δὲ συνηγορεῖ σὲ μιὰ παθητικότητα ἀπέναντι στὴ ζωή. Δὲν περιφρονεῖ τὴ σοβαρὴ καὶ ἐπίπονη ἐργασία. Μὲ ἄλλη ἀφορμή, τὴν παραβολὴ τῶν ταλάντων, καταδικάζει τὴ ραθυμία. Ἐκεῖνο ποὺ θέλει νὰ χτυπήσει ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀγωνιώδης μέριμνα, ποὺ ταλαιπωρεῖ τὴν ἀνθρώπινη ψυχή. Ὁ Κύριος δὲν ἀμφισβητεῖ ὅτι ἡ τροφὴ καὶ τὸ ἔνδυμα εἶναι ἀπαραίτητα. «Ὅλα αὐτὰ θὰ σᾶς χορηγηθοῦν», μᾶς λέει. Τονίζει ὅμως μιὰ θεμελιώδη προϋπόθεση: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.»