– Το Μήνυμα της Κυριακής: «Δίψα και Πνεύμα», του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Μαρωνείας & Κομοτηνής, κ.κ. Παντελεήμονος.
Ἡ γιορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας, ποὺ διαρκοῦσε ἑπτὰ ἡμέρες καὶ θύμιζε στοὺς Ἰουδαίους τὴ σαραντάχρονη περιπλάνησή τους στὴν ἔρημο, πλησιάζει στὸ τέλος της. Σύμφωνα μέ τό τυπικό τῆς γιορτῆς, λευκοντυμένοι ἱερεῖς μεταφέρουν ἐν πομπῇ στὸν ναὸ μιὰ χρυσὴ στάμνα γεμάτη νερὸ ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ Σιλωάμ. Αὐτὴ ἡ τελετὴ θύμιζε τὴ θαυμαστὴ διάσωση τοῦ Ἰσραὴλ στὴν ἔρημο, ὅταν κρυστάλλινες πηγὲς νεροῦ ἀνέβλυσαν ἀπὸ τὸν βράχο καὶ ὁ λαὸς ξεδίψασε. Ὕστερα ἀπὸ λίγο οἱ προσκυνητὲς θὰ ξαναγυρίσουν στὶς καθημερινές τους ἀσχολίες.
Ὁ Κύριος γνωρίζει καλὰ πόσο ἐξαντλητικὴ θὰ εἶναι ἡ πορεία ποὺ θὰ ξαναρχίσουν οἱ ἄνθρωποι μέσα σὲ μιὰ ἄλλη ἔρημο, τὴν ἔρημο τῆς ζωῆς τους. Γνωρίζει πόσο βασανίζεται ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ καθημερινὰ ἀπὸ μιὰ ἄλλη δίψα, τὴ δίψα τὴν πνευματική. Γι’ αὐτὸ «τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς μεγάλης γιορτῆς, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς καὶ φώναξε δυνατά: ‘’Ὅποιος διψᾶ, ἂς ἔρθει σὲ μένα καὶ ἂς πιεῖ».
Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης διευκρινίζει ὅτι ὅταν εἶπε τά λόγια αὐτά ὁ Χριστός, ἐννοοῦσε τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο ἐπρόκειτο νά λάβουν κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Διψᾶμε ἀδελφοί, γιὰ δικαιοσύνη, ἀγάπη, εἰλικρίνεια, εἰρήνη; διψᾶμε γιὰ ζωή. Προσπαθοῦμε νὰ σβήσουμε αὐτὴ τὴ δίψα μὲ θεωρίες ἢ διασκεδάσεις, μ’ ἕνα ξέφρενο κυνήγημα χρημάτων, φήμης, δυνάμεως. Ὅμως ἡ καρδιά μας παραμένει ἀνικανοποίητη, στεγνή∙ «Διψᾶτε γιὰ ἀγάπη;», μᾶς ρωτά ὁ Χριστός. «Λαχταρᾶτε νὰ ἀγαπηθεῖτε ἀνυπόκριτα καὶ νὰ ἀγαπήσετε πραγματικά; ἐλᾶτε κοντά μου. Μή μένετε σέ ἀόριστες θεωρίες καί σέ ἄψυχα «πρέπει». Αὐτά εἶναι νερό ἁλμυρό πού δέν ξεδιψᾶ. Μάθετε νά ἀγαπάτε «καθώς ἐγώ ἠγάπησα ὑμᾶς», ἄδολα, ἔμπρακτα, τούς πάντας καί θά ἀγαπηθεῖτε καί ἐσεῖς εἰλικρινά. Διψᾶτε γιὰ ἐλευθερία πραγματική; Οἱ ἅρχοντες τοῦ κόσμου, οἱ διανοούμενοι, ὑφαίνουν περίτεχνους ὕμνους γιὰ τὴν ἐλευθερία, ἐνῶ ταυτόχρονα πλέκουν βρόγχους γιὰ τὶς ψυχὲς καὶ τοὺς λαούς.
Μόνον ὅταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης σᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ σᾶς πνίγουν, θὰ εἶστε ἀληθινὰ ἐλεύθεροι.
Τὸ νερὸ δὲν ξεδιψᾶ ὅταν τὸ περιεργάζεται τὸ βλέμμα μας, ἀλλ’ ὅταν φθάνει στὴ γλῶσσα καί στὰ σωθικά μας. Μήν περιοριζόμαστε λοιπόν νά βρέχουμε λίγο τά χείλη μας, νά ἀγγίζουμε μερικές σταγόνες τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ μέ τή σκέψη μας. Ὅπως τὸ νερὸ προχωρεῖ μέχρι τὸ τελευταῖο κύτταρο γιὰ νὰ τὸ ζωογονήσει, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς πρέπει νὰ εἰσδύσει διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέχρι τὴν ἔσχατη γωνιὰ τῶν σκέψεων, τῶν αἰσθημάτων, τῆς ὑπάρξεώς μας.
Μὲ τὴν Πεντηκοστὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα συγκροτεῖ τὴν Ἐκκλησία∙ καὶ μὲ τὴ συνεχῆ ἐνέργειά Του μέσα σ’ Αὑτὴ, μυριάδες μυριάδων ἄνθρωποι «προσοικει-οῦνται», κάνουν δηλαδὴ προσωπικὰ δικό τους τὸ σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Χριστοῦ.
Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Κυριακής (᾿Ιωάν. ζ΄ 37-52, η΄ 12) Της Πεντηκοστής
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. Πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; Οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυὶδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυὶδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; Σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι’ αὐτόν. Τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ’ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖρας.Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. Ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; Μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; Ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! Λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ’ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.
Απόδοση στη νεοελληνική
Τόν καιρό ἐκείνο, τὴν τελευταίαν ἡμέραν τὴν μεγάλην τῆς ἑορτῆς, ἐστάθηκε ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐφώναξε δυνατά· Ἐὰν κανεὶς διψᾷ, ἂς ἔλθῃ σ’ ἐμὲ καὶ ἂς πιῇ. Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σ’ ἐμέ, καθὼς εἶπε ἡ γραφή, θὰ τρέξουν ἀπὸ τὴν κοιλιά του ποταμοὶ νεροῦ ζωντανοῦ. Αὐτὸ τὸ εἶπε διὰ τὸ Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον θὰ ἔπαιρναν ἐκεῖνοι ποὺ θὰ ἐπίστευαν σ’ αὐτόν· διότι δὲν εἶχε δοθῆ ἀκόμη Πνεῦμα Ἅγιον, ἐπειδὴ ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἀκόμη δοξασθῆ. Πολλοὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος, ὅταν ἀκουσαν αὐτά, ἔλεγαν· αὐτὸς εἶναι πραγματικὰ ὁ Προφήτης, ἄλλοι ἔλεγαν, αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός, ἄλλοι ἔλεγαν, μήπως ὁ Χριστὸς ἔρχεται ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν; Δὲν εἶπε ἡ γραφὴ ὅτι ὁ Χριστὸς ἔρχεται ἀπὸ τὸ σπέρμα τοῦ Δαυΐδ καὶ ἀπὸ τὴν κωμόπολιν Βηθλεὲμ ὅπου ἦτο ὁ Δαυΐδ; Ἔγινε λοιπὸν διχασμὸς γι’ αὐτὸν μεταξὺ τοῦ πλήθους. Μερικοὶ ἤθελαν νὰ τὸν πιάσουν ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἔβαλε χέρι ἐπάνω του. Τότε ἐπέστρεψαν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι τοὺς εἶπαν, Γιατὶ δὲν τὸν ἐφέρατε; Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· κανεὶς ἄνθρωπος δὲν ἐμίλησε ποτὲ ὅπως μιλεῖ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος. Οἱ Φαρισαῖοι τοὺς ἀπεκρίθησαν· μήπως καὶ σεῖς ἔχετε πλανηθῆ; Ἐπίστεψε σ’ αὐτὸν κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας ἢ τοὺς Φαρισαίους; Ὅσο γι’ αὐτὸν τὸν ὄχλον, ποὺ δὲν ξέρει τὸν νόμον εἶναι καταραμένος. Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Νικόδημος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔλθει εἰς αὐτὸν τὴν νύχτα καὶ ὁ ὁποῖος ἦτο ἕνας ἀπὸ αὐτούς· καταδικάζει ἄνθρωπον, ὁ νόμος μας ἐὰν δὲν τὸν ἀκούσῃ προηγουμένως καὶ μάθῃ τί ἔκανε; Ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτόν· Μήπως καὶ σὺ εἶσαι ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν; Ἐρεύνησε καὶ θὰ ἰδῇς, ὅτι δὲν ἔχει ἔλθει προφήτης ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν. Πάλιν ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἐμίλησε καὶ εἶπε· Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἀκολουθεῖ δὲν θὰ περπατήσῃ εἰς τὸ σκοτάδι ἀλλὰ θὰ ἔχῃ τὸ φῶς τῆς ζωῆς.