ΘΑΛΑΣΣΟΔΑΡΜΕΝΟΙ
Στή μέση του Ειρηνικού
ένα καράβι πλέει,
στού μανιασμένου ωκεανού
τήν αγκαλιά χαροπαλεύει.
–
Έρχονται κύματα βουνά
η κουπαστή τή θάλασσα αγγίζει,
όπως πετάμε έναν κουβά
μές τό πηγάδι καί γεμίζει.
–
Παράφορη η ταραχή
η φύση άνω κάτω,
τή θάλασσα βλέπεις στήν κορφή
τόν ουρανό στόν πάτο.
–
Σφυρίζει ο αέρας καί φυσά
σέ κολασμένη συναυλία,
κι απάνω μας ξεσπά
όλη του τή μανία.
–
Η πλώρη βουτάει στά βαθειά
καί η προπέλα ξενερίζει,
καθώς τό κύμα μάς χτυπά
η λαμαρίνα τρίζει.
–
”Μπουκάρει” από πλώρα
θεόρατο τό κύμα,
καί τρέχοντας μέ φόρα
”ξεμπουκάρει” από πρύμα,
–
Εμείς, στή Γέφυρα μερικοί
”ψαρεύουμε” τό κύμα,
κοπιάζουνε στή μηχανή
να ”πιάσουνε” το ρήγμα.
–
Μιά επικίνδυνη δουλειά
καί ο λοστρόμος έχει,
με τής ”κουβέρτας” τα παιδιά
τα μποτσαρίσματα ελέγχει.

Μ’ αυτό το κοσμοχάλασμα
Πού ’χουμε κάθε μέρα,
ή θα τούς πάρει η θάλασσα
ή θα τούς πάρει ο αέρας.
–
Ο Μαρκόνης γυροφέρνει
στό μαρκονείο σκυθρωπός,
καιρού δελτία παίρνει
έτοιμπος να στείλη SOS.
–
Κι ο μάγειρας πού δέν μπορεί
απ’ τό μποτσάρισμα να μαγειρέψη,
πασχίζει με ξηρά τροφή
τούς δύστυχους νά θρέψη.
–
Αγκομαχά η μηχανή
κι έτσι καί σταματήση,
η άβυσσος θά μάς καταπιή
καί η ζωή θά σβήσει.
–
Θά νόμιζε κανείς
πώς τρέμουμε από φόβο,
μα ούτε κάν να φοβηθής
δέν διαθέτεις χρόνο.
–
Καμία παρομοίωση
μέ ήρωες ξακουστούς,
τό αίσθημα επιβίωσης
μάς κάνει δυνατούς.
–
Ξενύχτηδες, αξύριστοι
καί αναμαλλιασμένοι,
σ’ ερημονήσι εξόριστοι
στήν κόλαση φυλακισμένοι.
–
Η δέκατη μέρα κρύφτηκε
κι ούτε στεριά ούτε φάρος,
τούς δυστυχείς λυπήθηκε
ακόμα καί ο χάρος.
–
Μέχρι τή μέρα τήν ενάτη
μάς άνοιγε αγκαλιά,
τώρα γυρνάει τήν πλάτη
καί φεύγει μακρια.
—
Μποτσάρισμα = διατοιχισμός· η κλίση αριστερά και δεξιά λόγω κυματισμού.
Μποτσαρίσματα = δέσιμο· σιγουράρισμα αντικειμένων καί βαρκών γιά νά μη Φύγουν λόγω τού διατοιχισμού.
Γέφυρα = η ψηλότερη κατασκευή απ’ όπου γίνεται η πλοήγηση τού πλοίου.
Μαρκόνης = ο ασυρματιστής τού πλοίου (η ειδικότητα έχει καταργηθεί).
Μαρκονείο = ο χώρος εργασίας του ασυρματιστού.
Κουβέρτα = τό κατάστρωμα.
Ψαρεύουμε το κύμα = ο τιμονιέρης· προσπαθεί όσο είναι δυνατόν να αποφύγη τό πελώριο κύμα.
Να πιάσουμε το ρήγμα = πολλές φορές η λαμαρίνα παθαίνει ρήγμα, σχίζεται. τότε τρέχουμε όλοι να επισκευάσουμε τη ζημιά, γιατί θα μπεί η θάλασσα και θα πάμε στόν πάτο.