– Απόσπασμα από το ομότιτλο βιβλίο.
Γράφει ο Δημήτρης Μιχέλης, Πρόεδρος Σ.Δ.Κ. ΘΡΑΚΗΣ και Καθηγητής Διαιτησίας Ο.Δ.Κ.Ε.
Τον τελευταίο χρόνο συμβαίνουν πολλά κι ανεξήγητα πράγματα στη Διαιτησία Καλαθοσφαίρισης. Όλα σχεδόν τα γεγονότα διαφημίζουν προκλητικά τη σύγχυση και τον εκνευρισμό. Οι καταστάσεις εναλλάσσονται με ταχύτητα κινηματογραφική και αφαιρούν τη δυνατότητα από τον Πρόεδρο Συνδέσμου να κρίνει, να σκεφθεί, να αναλύσει. Όλοι και όλα τον αποπροσανατολίζουν συστηματικά, τον πονοκεφαλιάζουν ρυθμικά και τον οδηγούν τις πιο πολλές φορές σε λαθεμένες σκέψεις κι αποφάσεις.
Το ήρεμο, τ’ αρμονικό και το όμορφο λείπουν από τη ζωή του Προέδρου Συνδέσμου. Κυριαρχεί το κωμικό και το μικρό, το άσχημο, το αισχρό και το μηδαμινό. Στην καριέρα του πρωταγωνιστεί, όπως συνήθως λένε, μόνο ¨αυτό που θα τον ανεβάσει κατηγορία και θα του δώσει περισσότερους αγώνες¨ ανεξάρτητα ποιο είναι και τι είναι. Μπορεί να είναι η άσχημη εκτέλεση μιας επιθυμίας, η εκσυγχρονιστική πορεία μιας εντολής, το ενοχλητικό τηλεφώνημα ενός παράγοντα ή ακόμα και η σπιρτάδα ενός σφυρίγματος. Αρκεί να τον ανεβάσει κατηγορία και να του δώσει έναν αγώνα περισσότερο.
Κάθε τι το σοβαρό, το σωστό και το ηθικό στραγγαλίζεται με μανία. Κάθε τι το ανήθικο, το ύποπτο και το σαθρό, αγγίζει θετικά τις χορδές της φιλοδοξίας του και του ενδιαφέροντός του. Μειώνει ταυτόχρονα τους μηχανισμούς της αντίδρασής του και τον μετατρέπει σε πλαδαρό και ¨πυροβολημένο¨ ον. Νομίζει κάποια στιγμή ότι όλα γεννήθηκαν αρνητικά και μαύρα και πως σκοπός τους είναι, να τον οδηγούν προκλητικά στο ¨τίποτα¨. Ντροπή!
Ο Πρόεδρος Συνδέσμου έγινε ρομπότ σχεδόν σε όλα του. Σκέπτεται λίγο, ανησυχεί λιγότερο και ερευνά καθόλου. Αγγίζει τον κάθε αγώνα, όχι γιατί τον προκαλεί ή τον μαγεύει, αλλά γιατί νομίζει ότι μ’ αυτό το άγγιγμα ξεπλήρωσε το χρέος. Μετά απ’ αυτά ραχάτι και λαπάδιασμα. Μετά απ’ αυτό «Μη μ’ ενοχλείτε». Ντροπή και πάλι ντροπή.
Οι σκέψεις πραγματικά ανακατεύτηκαν, μπερδεύτηκαν κι υπάρχουν στιγμές που ο Πρόεδρος Συνδέσμου απορεί αν είναι, αυτός αν σκέφτηκε αυτός ή κάποιος άλλος. Νιώθει το παρκέ να φεύγει, να ρολάρει και το γήπεδο να γίνεται σιγά-σιγά στα μάτια του μικρό, χωρίς κανένα λόγο. Ένα σκοτάδι λάγνο κι άγνωστο, αμέσως τον τυλίγει κι ανήμπορος κι ανήξερος αφήνεται να ψευτοσφυρίζει. Περνούν σημαδιακά τα σαραντάλεπτα και οι αγωνιστικές κι αυτός μόνο να τις μετρά μπορεί, χασκογελά ανόητα και στο παιχνίδι της διαιτησίας αναφωνεί ¨παρών¨, χωρίς σχεδιασμό, χωρίς προοπτική, χωρίς ελπίδα.
Κοιτά ψηλά στην κερκίδα κι αναζητά ένα χαμόγελο, μια λάμψη, μια ελπίδα, το μήνυμα για το αύριο και βλέπει μόνο το μαύρο σύννεφο, που ‘ρχεται απειλητικό, έτοιμο να ξεσπάσει.
Αναζητά το συνάδελφο διαιτητή για στήριγμα, για ένα ακόμα χέρι, ν’ αναπηδήσει η ψυχή και να γεμίσει από κουράγιο, μα τίποτα απ’ αυτά δε γίνεται, μόνο το σκοτάδι, εκείνο το άγνωστο και το βαρύ πάλι τον αγκαλιάζει, τον σπρώχνει, τον απειλεί και τον ταρακουνά. Νομίζει όνειρο πως ζει, πως όλα αυτά δεν είναι αυτός, δεν είναι από τον κόσμο το δικό του. Θέλει από τη δίνη να σωθεί, να σταματήσει αυτή η κατρακύλα, να δει το ελπιδοφόρο σήμα που οδηγεί στο πρέπον. Τελειώνει τον αγώνα κι ο ιδρώτας που κυλά, που τον ενοχλεί, δεν τον αφυπνίζει, αλλά τον κάνει να ζητά να ξανακοιμηθεί, αφού τα μάτια βλέπουν σιχαμιές.
Τόσο πολύ χάλασε; Τόσο πολύ αδιάφορος, στυγνός, ψυχρός και εμετικός έγινε; Κάποτε είχε όνειρα, σκοπούς και έβαζε στοιχήματα στο δύσκολο, στ’ αδύνατο, στο επίπονο, σ’ αυτό που απαιτούσε αγώνα κι αίμα. Κάποτε μόνο μπροστά κοίταγε και ήλπιζε και το κορμί ίσιωνε προκλητικά. Έψαχνε για τη δύναμη να γίνει κύτταρό μας. Έψαχνε για το δίκιο του, να γίνει οδηγός μας… που πήγαν όλα αυτά;
Τώρα ο δρόμος χάθηκε από τα μάτια του, οι κατευθύνσεις έσβησαν και οι πινακίδες που ‘δειχναν για πού να πορευτεί, βάφτηκαν τόσο μαύρες. Άραγε τι του έμεινε και τι αναζητά; Έχει δύναμη να δει τα’ άσχημο και να το πολεμήσει, βλέμμα να το στυλώσει με πίστη; Υπάρχει αντοχή να φύγει μακριά από τη μόλυνση και ν’ αντικαταστήσει το ρυπαρό με την ελπίδα; Διαθέτει ψυχή για να παλέψει με τους μιαρούς; Δεν βλέπει πως μόνο κατηφόρα έμεινε;
Ξετσιπωσιά παντού. Ανήθικος αέρας κυκλοφορεί και η ντροπή τού πήρε την περηφάνια κι έμεινε ολόγυμνος. Η πειθαρχία λούφαξε, τρόμαξε και γονάτισε. Ο σεβασμός που είναι και ήταν μοχλός σημαντικός ποδοπατιέται, φτύνεται, στριφογυρίζει σαν τρελός κι αναζητεί το στήριγμα. Ξεδιαντροπιά παντού, ξετσιπωσιά κι ανηθικότητα. Σήψη, βρωμιά και βούρκος του πήραν όλα τα’ αγαθά και της ψυχής και του μυαλού. Είναι να μη σκεφθώ για το κακό, που ‘ρχεται σα βολίδα;
Δράκοντας είναι και βρυχάται, θεριό που ψάχνει για τροφή διαιτητική. Σίφουνας είναι και ρίχνει κάτω τα όρθια. Λάβα που κατατρώει. Χάρος που προσκαλεί, ανώμαλος ήλιος που ‘ρθε κοντά και θα τον τσουρουφλήσει. Αντί για φως έμεινε πυγολαμπίδα κι αντί σημάδι ανδρισμού, φάνηκε ο αρσενικός και έγινε μόδας. Θα αδιαφορήσω;
Μήπως θα πρέπει να ξυπνήσει; Μήπως θα πρέπει να ορμήσει, να πέσει έστω και στη φωτιά; Μήπως την τύχη του την προκαλεί;
Μήπως θα πρέπει κάποτε να πει ¨ως εδώ¨; Μήπως προς το Θεό θα πρέπει να στραφεί; Όχι, προς Θεού.! Μάλλον το Ρουβικώνα να διαβεί και να επιτεθεί. Επίθεση και μόνον επίθεση!