Επιστολή στον υπουργό Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου και στον αναπληρωτή υπουργό Κώστα Ζουράρι για το ζήτημα της προαγωγής των Λυκειοπαίδων, απέστειλαν έντεκα εκπαιδευτικοί από τη Ροδόπη.
Στην επιστολή τους αναφέρουν:
“Κύριε υπουργέ.
Απευθυνόμαστε σε σας για να επισημάνουμε ένα θέμα που ενδεχομένως διέλαθε της προσοχής σας και το οποίο την τελευταία τριετία καταρρακώνει κάθε έννοια αξιολόγησης όσων φοιτούν στα Λύκεια της χώρας.
Πρόκειται για τον συμψηφισμό των βαθμών των μαθητών προκειμένου να βγει ο μέσος όρος με τον οποίον προάγονται από κάθε τάξη στην επόμενη. Και μιλάμε ειδικά για το Λύκειο που δεν εντάσσεται στη στοιχειώδη Εκπαίδευση, αλλά υποτίθεται ότι είναι ένα φίλτρο μάθησης για την περαιτέρω συνέχεια.
Ήδη επί κυβερνήσεως Σαμαρά ήδη έχει καθιερωθεί – στο πλαίσιο μιας αδιανόητης τακτικής – τα βασικότερα μαθήματα να συμψηφίζονται κατά ομάδες και να εξάγουν έναν μόνο βαθμό προαγωγής για κάθε ομάδα.
Έτσι έχει υποτριπλασιαστεί η βαρύτητα των φιλολογικών και φυσιογνωστικών μαθημάτων, ενώ των μαθηματικών έχει υποδιπλασιαστεί.
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Σημαίνει π.χ. ότι ένας μαθητής της Α’ Λυκείου που έχει προφορικό βαθμό 9, κάτω από τη βάση, σε ΟΛΑ τα μαθήματα που προαναφέρθηκαν (Αρχαία, Νεοελληνική Λογοτεχνία, Νεοελληνική Γλώσσα, Άλγεβρα, Γεωμετρία, Φυσική, Χημεία, Βιολογία), αλλά και στην Ιστορία και στην Πολιτική Παιδεία επίσης, και δίνει για όλα στις εξετάσεις KENH κόλλα, πρoάγεται στην επόμενη τάξη, αρκεί να έχει στα Θρησκευτικά, στα Αγγλικά, στην Πληροφορική και στο … Project, από ένα 15-16.
Όποιος έχει επαφή με την εκπαιδευτική πραγματικότητα καταλαβαίνει τη σημασία αυτού, αλλά αρκεί και μια ματιά στα αποτελέσματα οποιουδήποτε Λυκείου της χώρας. Μάλιστα από φέτος, το ίδιο σύστημα, με τον μέσο όρο όλων των μαθημάτων ως κριτήριο προαγωγής, εφαρμόστηκε και στα Γυμνάσια, όπου πλέον μόνο τέσσερα από τα μαθήματα εξετάζονται γραπτώς. Να υποθέσουμε ότι εκτιμήθηκε θετικά η εμπειρία του Λυκείου και επεκτάθηκε παρακάτω;
Αναρωτιέται λοιπόν κανείς τι νόημα έχει κατόπιν τούτων η εξεταστική διαδικασία και η εξαγωγή αποτελεσμάτων, όταν ο νομοθέτης τα απαξιώνει ολοκληρωτικά.
Αν αυτό σημαίνει πολιτική βούληση για κατάργηση οποιασδήποτε αξιολόγησης και κάθε αντικειμενικής διαδικασίας, τότε θα είναι καλύτερα να λείψει εντελώς η έννοια της βάσης για προαγωγή. Εμείς βεβαίως θα ήμασταν αντίθετοι σε μια τέτοια πολιτική αντίληψη, όμως τουλάχιστον κάτι θα διασωζόταν: να μην υποβαθμίζεται η μαθησιακή αξία και να διατηρηθεί η υπόληψη των γνωστών και ως βασικών μαθημάτων – γλώσσα και μαθηματικά είναι η βάση κάθε παρεχόμενης Παιδείας άξιας του ονόματός της.
Αν πάλι υπάρχει η βούληση να διατηρηθεί η βάση του 9,5 μπορούν να έχουν διπλάσιο συντελεστή τα γλωσσικά, μαθηματικά και φυσιογνωστικά μαθήματα από τα άλλα, και όποιος υστερεί σε αυτά μετά το πρώτο τετράμηνο να παρακολουθεί μαθήματα ενισχυτικής κατά το πρότυπο των Γυμνασίων (ΣΚΕΔ).
Είναι προφανές, ελπίζουμε, ότι δεν υπερασπιζόμαστε οποιοδήποτε στενό, συντεχνιακό συμφέρον, αλλά μόνο την ουσία της εκπαίδευσης, που είναι και η μόνη ελπίδα της κοινωνίας μας για το αύριο.
Οι υπογράφοντες εκπαιδευτικοί:
Γόνη Παναγιώτα, Καραΐσκος Κωνσταντίνος, Καρακολίδης Παναγιώτης, Καραπούλη Έφη, Κόκκας Νικόλαος, Κουγιουμτζόγλου Δημήτριος, Μαμούκαρη Περσεφόνη, Πασπαράκη Μαρία, Στρούμπας Ιωάννης, Φωλιάς Δημήτριος, Χατζηαναστασίου Αναστάσιος”.